Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων
Υπάρχει ένα είδος δημοσιογραφίας που ευδοκιμεί στην τηλεόραση και χαρακτηρίζεται (ειρωνικά) «επετειακή». Το Πάσχα αυτή η δημοσιογραφία επαναλαμβάνει κλισέ όπως «ακριβότερο φέτος το πασχαλινό τραπέζι». Το καλοκαίρι, με τον πρώτο καύσωνα, ανασύρει εκφράσεις όπως «καμίνι η Αθήνα», «εγκαταλείπουν το κλεινόν άστυ οι Αθηναίοι». Τα Χριστούγεννα «πετάει η γαλοπούλα» και πάει λέγοντας.
Την ειρωνευόσουν πάντα αυτή την δημοσιογραφία, αλλά μήπως μεγαλώνοντας, εκεί γύρω στα 50, έχεις εθιστεί και εσύ στα «κλισέ»; Όπως αυτό που επαναλαμβάνεις κοινότυπα και τετριμμένα κάθε χρόνο, εκεί στα μέσα Οκτώβρη, λίγο αφού περάσεις, εξαντλημένος αλλά και συγκινημένος, τη γραμμή του τερματισμού του Virgin Forest Ultra Trail, του αγώνα βουνού 162 χιλιομέτρων, στο Παρανέστι της Ροδόπης: «Συγκλονιστικό, μαγικό, τρελό. Αλλά και τόσο μαρτυρικό για το σώμα, που δεν θέλω να το ξαναπεράσω ποτέ στη ζωή μου», είπες την πρώτη φορά, πριν εφτά χρόνια, μέσα σε ένα ντελίριο χαράς. Το επανέλαβες κατηγορηματικά σε όλους, στους φίλους και στους οικείους που σου τηλεφώνησαν πρώτοι να μάθουν αν είσαι ζωντανός. Αμφότεροι χάρηκαν που θα σταματούσες επιτέλους να περνάς τις «κόκκινες γραμμές» της ανθρώπινης αντοχής. Και επέστρεψες (υποβασταζόμενος!) στην καθημερινότητά και στη δουλειά σου. Και την επόμενη χρονιά ξανάκανες το ίδιο «λάθος». Χτύπησες ξανά την πόρτα του διευθυντή σου στο σχολείο, αιτούμενος πάλι «άδεια για το Παρανέστι». Και τη μεθεπόμενη χρονιά το ίδιο. Κι είσαι πάντα εκεί, στην αφετηρία. Με κοντομάνικο ή με αδιάβροχο, με αντιηλιακή κρέμα ή με ενισχυμένα γάντια στο σακίδιο πλάτης, έτοιμος για μια ακόμη δοκιμασία των ορίων του ανθρώπινου σώματος, στην «παρανέστια γη». Εφτά χρόνια τώρα επαναλαμβάνεται, σχεδόν επετειακά η μεγάλη σου κωλοτούμπα. Εφτά χρόνια φαγούρα.
Επί μια εβδομάδα προετοιμαζόσουν, ήλεγχες τον εξοπλισμό σου, τακτοποιούσες τα σακίδια, αγόραζες ενεργειακές τροφές κι ηλεκτρολύτες, compeed και χάπια μαγνησίου. Την Πέμπτη το μεσημέρι, αποχαιρέτησες βιαστικά κι αγχωμένα τους μαθητές σου στο σχολείο, και αναχώρησες χωρίς χρονοτριβή. Παρέα σου στο ταξίδι, ο Θρασύβουλος και η Γιάννα, στο παρθενικό τους ταξίδι στον κόσμο των 100 μιλίων . Οι στάσεις λιγοστές, προσμονή αλλά και άγχος. Έπρεπε να προλάβεις ανοικτή τη Λέσχη Αξιωματικών: για να παραλάβεις τον αριθμό σου, να ελέγξουν τον εξοπλισμό που έπρεπε υποχρεωτικά να φέρεις μαζί σου σε όλο τον αγώνα και να παραδώσεις τα dropbag σου, τα πράγματα δηλαδή που θα σε περιμένουν στους δύο κεντρικούς σταθμούς.
Κοντεύει μεσάνυχτα, όταν φτάνεις στον οικισμό του Μεσοχωρίου, στα όμορφα και πεντακάθαρα σπιτάκια που φιλοξενούνται οι αθλητές. Λίγες μπουκιές μακαρόνια, δυο ζεστές κουβέντες ψιθυριστά, με όσους φίλους-συναθλητές δεν έχουν κοιμηθεί ακόμα. Δοκιμάζεις να κοιμηθείς, αν και ξέρεις ότι οι πιθανότητες δεν είναι μαζί σου.
Καλό πρωινό, μερικές φωτογραφίες, στην αφετηρία μετράνε ήδη αντίστροφα: «Καλό τερματισμό», φωνάζουν όλοι σε όλους. Πηγαίνεις παρέα με τον Γιάννη, ο Θρασύβουλος και η Γιάννα είναι λίγο πιο πίσω.
Οι πρώτες ώρες περνούν με τρελή ευφορία, τρέχεις με ενθουσιασμό, είσαι ξεκούραστος. Φθινοπωρινή φύση, καιρός ζεστός, οι χρωστικές από τα πεσμένα φύλλα να βάφουν τα μονοπάτια και τις πλαγιές με ένα σωρό χρώματα. «Είμαστε τυχεροί που είμαστε εδώ, κι όχι σε μια πόλη, όχι μπροστά από μια τηλεόραση», λες στον Γιάννη. Που το ζούμε αυτό το σκηνικό, που είμαστε μέρος του. Όχι, δεν είσαι απλώς τυχερός, είσαι ευτυχισμένος. Κι όταν είσαι ευτυχισμένος, χάνεις λίγο την αυτοκυριαρχία σου. Και πας γρήγορα, πιο γρήγορα από ό,τι σχεδίαζες: Σίλη, Φυλάκιο Πάγκαλου, Ζαρκαδιά, Αληκιόι. Πέρασες κιόλας από όλους αυτούς τους σταθμούς; Μήπως το πληρώσεις αργότερα; Υπάρχει ακόμα λίγο φως ημέρας όταν φτάνεις στον πρώτο κεντρικό σταθμό, στο Άντερο. Αλλάζεις παπούτσια και κάλτσες, προσπαθείς να αντιμετωπίσεις κάποια hot spots που αρχίζεις να αισθάνεσαι στα δάχτυλα των ποδιών. Ντύνεσαι καλύτερα, έχει νυχτώσει στο μεταξύ, το κρύο δυναμώνει. Φακός κεφαλής, χαιρετάς και χάνεσαι στο σκοτάδι. Ο φίλος σου ο Γιάννης θέλει λίγο χρόνο ακόμα, έχει προβλήματα με το στομάχι του, «θα πηγαίνω σιγά» του λες, για να σε προφτάσει.
Προσπαθείς να διατηρήσεις μια στοιχειώδη αυτοοργάνωση, πίνεις σταθερά 5 γουλιές ισοτονικό κάθε 10 λεπτά, μερικές μπουκιές για ενέργεια κάθε μία ώρα.
Χτυπάει το τηλέφωνο μέσα στη νύχτα, το κορίτσι στην Αθήνα ουρλιάζει από χαρά που, επιτέλους, το κινητό σου έχει σήμα, ρωτάει πώς τα πας, εσύ και οι φίλοι σου. Σε παρακολουθεί live από το internet, σε σκέφτεται, συγκινείται και σε συγκινεί. Είναι νύχτα, μην τρέχεις μόνος, περίμενε τον Γιάννη, σου λέει αυστηρά.
Είναι νύχτα, περασμένες τρεις, και το μονοπάτι από το παρθένο δάσος Φρακτού μέχρι το Φαρασινό δεν αστειεύεται. Είναι πολύ στενό και πολύ επικίνδυνο. Ένα λάθος πάτημα είναι αρκετό για να βρεθείς εκεί κάτω. Δεν ξέρεις να το περιγράψεις πιο συγκεκριμένα αυτό το «εκεί κάτω», καθώς δεν φαίνεται τίποτα, όσο κι αν φωτίσεις την πλαγιά με τον φακό. Μόνο το νερό ακούγεται να κυλάει, χαμηλά, στο βάθος, στο πολύ βάθος. Επιβραδύνεις το βήμα σου. Ας τρέξουν οι άλλοι, οι γρήγοροι. Εσύ θέλεις απλώς να τερματίσεις. Και αυτό θα το καταφέρεις μόνο αν παραμείνεις ζωντανός, σκέφτεσαι. Προσπαθείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά. Ο ελληνικός καφές που σου έφτιαξε στο Άντερο αυτή η συγκινητική εθελόντρια (κ. Ράνια δεν σου είπε ότι την λέγανε;), έχει πάψει να δρα.
Ίσως αυτοί οι εθελοντές να είναι η εξήγηση στο γιατί όσοι έρχονται να τρέξουν στο Παρανέστι, αισθάνονται «σαν στο σπίτι τους». Σε αντίξοες συνθήκες, στην ερημιά της νύχτας, με συντροφιά μόνο μια φωτιά, για να μπορείς εσύ να κάνεις την τρέλα σου. Μήπως αυτοί είναι οι ήρωες κι όχι εσύ; Με τη ζεστασιά τους, με τα λόγια και τη φροντίδα τους είναι εκεί: να σημειώσουν τον αριθμό σου, να περιποιηθούν τις πληγές σου, να σου σερβίρουν ζεστή σούπα ή τραχανά, να ρίξουν μια κουβέρτα στους ώμους σου. Και το κυριότερο, όταν φεύγεις από το σταθμό τους, να σου πουν αυτό που χρειάζεσαι εκείνη την ώρα να ακούσεις: «να είστε γερός, καλή δύναμη» όπως μού φώναξε μέσα στη νύχτα, ο ευγενικός εθελοντής που προσπαθούσε να νικήσει το κρύο μπροστά σε μια φωτιά, στο 76ο χιλιόμετρο, στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Τουρτούριζε, κι όμως, εκείνη την ώρα νοιάζονταν για σένα, όχι για τον εαυτό του, «να είστε γερός». Έχεις μιλήσει αρκετές φορές στους μαθητές σου για την αξία του εθελοντισμού, μήπως θα είχες καταφέρει πιο πολλά, αν αντί για κενές λέξεις και ορισμούς, την επόμενη φορά τους εξηγούσες με ένα (τέτοιο) παράδειγμα;
Πήγε τέσσερις. Παγωνιά. Ισοθερμική μπλούζα, αντιανεμικό μπουφάν, σκούφος και γάντια. Μια πανύψηλη οξιά έχει πέσει πάνω σε μια άλλη πανύψηλη οξιά και αιωρείται πάνω από το κεφάλι σου. Τα «κρακ», «κρακ» που ακούγονται όπως την κινεί ο άνεμος είναι οι μόνοι ήχοι μέσα σε μια απόκοσμη σιωπή. Σαν ηχητικά εφέ κάποιου οικολογικού θρίλερ. Πόσες ώρες ακόμα μέχρι να ξημερώσει; Στο βάθος τρεμοπαίζει κάποιο φως. Κάποιος (ή κάποιοι;) προπορεύονται. Να επιταχύνεις το βήμα μου για να τους προλάβεις ή να συνεχίσεις να περπατάς προσεκτικά; Προσπαθείς να ανακαλέσεις τις γνώσεις σου στη Βιολογία: η θεωρία της εξέλιξης λέει ότι τα σαρκοφάγα προτιμούν τα πιο ασθενή, τα πιο αδύναμα, τα πιο αργά θηράματα. Η επιστήμη ψηφίζει να επιταχύνεις…
Θα ήθελες να σβήσεις το φακό και να σταθείς ένα λεπτό να αφουγκραστείς. Να μεταφερθείς στις αρχές της δημιουργίας αυτού του κόσμου. Δεν είσαι απλώς σε μια ερημιά, είσαι μια ανάσα από το πιο παρθένο δάσος όλης της Ευρώπης. Έτσι ήταν κάποτε όλη η ήπειρος, πριν αρχίσουν τα αιωνόβια δάση να υποχωρούν, καθώς πόλεις και καλλιεργήσιμες εκτάσεις επεκτείνονταν. Πάντα σου άρεσαν στο σχολείο τα πειράματα «με απλά μέσα και υλικά». Το έκανες και πέρυσι αυτό το πείραμα, να σβήσεις το φακό για μερικά δευτερόλεπτα και να «τηλε-μεταφερθείς» πίσω στο χρόνο. Και ήταν από τα πιο συναρπαστικά δευτερόλεπτα της ζωής σου. Αλλά φέτος κάτι σε φοβίζει. Η πρόσφατη τραγική ιστορία της Αγγλίδας, που την κατασπάραξαν «άγρια ζώα», διάβολε, κάπου εδώ στη Ροδόπη δεν διαδραματίστηκε; Προσπαθείς να μείνεις ψύχραιμος. Σε ταρακούνησε λίγο αυτή η ιστορία, ε; Μέχρι και στο youtube πληκτρολόγησες «επίθεση από άγρια ζώα» για να πάρεις οδηγίες αυτοάμυνας, παραδέξου το. Κάπου-κάπου ρίχνεις καμμιά δέσμη φωτός δεξιά-αριστερά από το μονοπάτι και ε-υ-τ-υ-χ-ω-ς δεν βλέπεις πουθενά φωσφορίζοντα ματάκια να σε κοιτάνε…
Κι αυτός ο φίλος σου, ο Γιάννης, ταλαιπωρήθηκε ώρες από στομαχικές διαταραχές πριν εγκαταλείψει στο Φρακτό, στο 93ο χιλιόμετρο. Αν είσαστε παρέα τώρα, θα μειώνονταν αυτόματα στο 50% οι πιθανότητες να διαλέξει εσένα ο λύκος… Αποφασίζεις να επιταχύνεις κι άλλο. Φτάνεις μια παρέα Δανών. Έχεις ξεθαρρέψει πλέον, σε λίγο ξημερώνει. Ανταλλάσσετε δύο-τρεις κουβέντες, δεν είναι πολύ ομιλητικοί, μάλλον δεν είναι καλή ώρα για γνωριμίες. Τους προσπερνάς. Δεν είσαι εσύ πλέον τελευταίος σε αυτό το κομβόι αθλητών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην τροφική αλυσίδα…
Έχεις περάσει το Φαρασινό, ανεβαίνεις για Καϊκούλι, απότομη ανηφόρα, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου χρωματίζουν υπέροχα το δάσος της οξιάς απέναντι, αλλά αργούν ακόμα να φτάσουν μέσα στη ρεματιά που ανεβαίνεις και να σε ζεστάνουν. Όμως τα δύσκολα πέρασαν. Δώδεκα ώρες ακόμα και θα έχεις τερματίσει. Πριν ακόμα νυχτώσει. Χαϊδεύεις τον φακό, ήταν η παρέα σου όλη τη νύχτα και τον χώνεις βαθιά στο σακίδιο. Δεν θα τον χρειαστείς ξανά.
Όταν φτάνεις στη Ζαρκαδιά, στο 127ο χιλιόμετρο, κοντεύει 11 το πρωί, κάνει πια ζέστη. Είναι ο δεύτερος κεντρικός σταθμός. Φοράς καθαρά ρούχα, βάζεις καπέλο και αντιηλιακό. Τρως με βουλιμία το (γκουρμέ!) κοτόπουλο που σου σερβίρουν οι εθελοντές, αλλά το πυρηνικό σου όπλο είναι άλλο: φαριν λακτέ, παρακαλώ, σκόνη, λίγο χλιαρό νερό και ξανανιώθεις σαν μωρό.
Ο μεγάλος κοπιαστικός ανήφορος μέχρι τον αυχένα της Οξιάς θέλει υπομονή. Τόσες εβδομάδες σκληρής καθημερινής προπόνησης το καλοκαίρι, πάνω-κάτω στα Τζουμέρκα, δεν θα τα παρατήσεις τώρα. Οι μυϊκές ομάδες σε μηρούς και γάμπες ετοιμάζονται να βαρέσουν κανόνι, αλλά τώρα ετοιμάζεται να αναλάβει δράση ο εγκέφαλος, ο «μεγάλος κυβερνήτης» των υπεραποστάσεων. Ένας θρίαμβος του μυαλού πάνω στο σώμα διαγράφεται, βήμα-βήμα, χιλιόμετρο-χιλιόμετρο. Γιατί δεν είναι μόνο τα χιλιόμετρα, είναι τα 6600 μέτρα θετικής υψομετρικής, είναι τα δύσβατα μονοπάτια και τα αυτοσχέδια γεφύρια που δεν συγχωρούν το παραμικρό λάθος, είναι η νύχτα που μεσολάβησε, με τις χαμηλές θερμοκρασίες και τους κινδύνους της, άλλες φορές είναι οι λάσπες, η βροχή και ο αέρας. Ενίοτε είναι και οι διάρροιες, οι εμετοί, οι φουσκάλες στα δάχτυλα. Τα διαλυμένα γόνατα και τα διαλυμένα στομάχια. Είναι το μυαλό που προσπαθεί να ξεγελάσει το σώμα, ώστε να μην καταρρεύσει. Ένας αγώνας 162 χιλιομέτρων, ίσον ένα παιχνίδι του μυαλού.
Ξαφνικά το μονοπάτι γεμίζει κόσμο, δεκάδες νέοι και νέες που τρέχουν ακμαίοι προς το μέρος σου! Παραισθήσεις; Όχι, αυτό δεν είναι παιχνίδι του μυαλού, είναι οι παράλληλοι αγώνες των 110 και 46 χιλιομέτρων, που ξεκίνησαν Σάββατο πρωί και διασταυρώνονται με τον δικό μας σε αυτά τα υπέροχα ορεινά ξέφωτα.
Πρασινάδα και μετά από λίγο Σίλη. 17 χιλιόμετρα απομένουν. Τρέχεις ήδη δίπλα στα νερά του Νέστου, την ώρα του δειλινού, είναι μαγικά. Μπορεί να πονάς παντού, αλλά παραμένεις ρομαντικός. Χαιρετάς το παραποτάμιο δάσος, φαίνονται ήδη τα πρώτα σπίτια του Παρανεστίου. Προσπαθείς να υποδυθείς πειστικά ότι μπορείς ακόμη να τρέξεις, «μην ξεφτιλιστούμε». Δυο παιδικά χέρια σε συνοδεύουν μέχρι να περάσεις τη γραμμή του τερματισμού, στην πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού.
Σε περιμένει ο φίλος σου Γιάννης κι ένας καλός λόγος. Σκύβεις αποκαμωμένος και του ψιθυρίζεις στο αυτί την ίδια επετειακή μπαρούφα που λες εφτά χρόνια τώρα. Ότι δήθεν και καλά, «αυτή είναι η τελευταία φορά».
Είχες υποσχεθεί στον εαυτό σου έναν τερματισμό στο Παρανέστι ως δώρο για τα 50 σου χρόνια. Είσαι κατάκοπος αλλά υπερήφανος. Για το σώμα σου και το πνεύμα σου. Και πάνω από όλα, είσαι υγιής και ασφαλής.
Γύρω από αυτό το θέμα περιστρέφεται και η συζήτηση που σε ξυπνάει το επόμενο πρωί, πίσω, στο Μεσοχώρι: αυτό που εκτιμούν οι πιστοί στο ραντεβού του Οκτωβρίου εκδρομείς-αθλητές, δεν είναι μόνο η ζεστή βορειοελλαδίτικη φιλοξενία των κατοίκων και των εθελοντών. Είναι πρωτίστως η ομπρέλα προστασίας, που απλώνεται από τη διοργάνωση, μέσα από μια γιγάντια κινητοποίηση προσωπικού, για να σε προστατέψει οτιδήποτε κι αν σου συμβεί. Αυτό το αίσθημα, να τρέχεις σε παρθένα μέρη, στην απόλυτη ερημιά και αυτό να γίνεται σε συνθήκες απόλυτης ασφάλειας, οι άνθρωποι εδώ, με την τεχνογνωσία και τον επαγγελματισμό τους, το έχουν κατακτήσει. Ίσως θα έπρεπε να είναι το πρώτο ζητούμενο σε κάθε αγώνα υπεραποστάσεων, αλλά δεν είναι. Σίγουρα μπορείς να βρεις ultra-αγώνες με καλύτερες ιστοσελίδες, με καλύτερες δημόσιες σχέσεις, και, γιατί τα το κρύψουν άλλωστε, με πιο καλλίγραμμες συμμετέχουσες. Αλλά εσύ θα συνεχίσεις να τιμάς αγώνες όπως το Παρανέστι (αλλά και μικρότερους αγώνες, όπως η Βρυσεάδα ή το Τοίχιο-Δελφοί). Εκεί που δεν διαπραγματεύονται την υγεία και την ασφάλειά σου, εκεί που νοιάζονται τον τόπο τους κι όχι για τα χρήματά σου, εκεί που σέβονται και το βουνό και το χόμπι σου. Εκεί που οι άνθρωποι είναι ευγνώμονες που πήγες.
Στο δρόμο της επιστροφής, ξέρεις ήδη, από πριν, ότι όταν γυρίσεις τη Δευτέρα στη δουλειά, πέρα από τα μπράβο και τα θαυμαστικά, τη συζήτηση θα την μονοπωλήσει η ίδια ερώτηση που ακούς χρόνια τώρα από τους συναδέλφους: «Γιατί, βρε Γιώργο, υποβάλλεις τον εαυτό σου σε αυτή την ταλαιπωρία»; Παλιά, ξεκινούσες με ενθουσιασμό, να τους βομβαρδίζεις με ενθουσιώδη επιχειρήματα υπέρ του ορεινού τρεξίματος: για αυτή την μοναδική αίσθηση ευεξίας τού να τρέχεις σε δάση, σε λιβάδια και σε πλαγιές και να σε περιμένει μια καινούργια εικόνα σε κάθε στροφή, να σε φυσάει ο αέρας, για το υπέροχο αίσθημα αυτονομίας του να μετακινείσαι από χωριό σε χωριό κι από τόπο σε τόπο με μια δρασκελιά…
Αλλά, όσο περνούσαν τα χρόνια, το μετάνιωνες. Διαπίστωνες σιγά-σιγά ότι δεν έχει νόημα να απαντήσεις: Επειδή, πολύ απλά, όσοι τρέχουν δεν θα ρωτήσουν ποτέ, κι όσοι δεν τρέχουν δεν θα καταλάβουν ποτέ. Οι εραστές του καναπέ και της τηλεόρασης δεν θα βρουν ποτέ «κανένα νόημα στο να τρέχει ένας άνθρωπος, από τη στιγμή που ανακαλύφτηκαν οι μηχανές εσωτερικής καύσης»…
Όντως, από τότε που έβαλες το τρέξιμο στη ζωή σου, δεν μπορείς να ισχυριστείς ότι αυτή απέκτησε κάποιο «νόημα». Αυτό όμως που μπορείς σίγουρα να βεβαιώσεις, είναι ότι απέκτησε «περιεχόμενο». Ουπς, ακόμα ένα κλισέ;