top of page

Η «μυστική συνταγή» της Δημιουργικής Γραφής..

  • Ειρήνη Μανιώτη
  • Jan 23, 2017
  • 10 min read

Ο Αλέξης Σταμάτης φιλοξενήθηκε από το Λογοτεχνικό Καφενείο και αποκάλυψε στους μαθητές της Ελληνογερμανικής Αγωγής πώς κατάφερε να συμπεριληφθεί στους ελάχιστους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς που κάνουν διεθνή καριέρα

Ο νεαρός άνδρας με τα σκουρόχρωμα ρούχα και τις αρβύλες, καθισμένος σταυροπόδι απέναντί μας στην βιβλιοθήκη του σχολείου απαντούσε πρόθυμα στις ερωτήσεις μας. Μας μίλησε για όλα. Μέσα από τις παιδικές του αναμνήσεις και τα προσωπικά του βιώματα μας βοήθησε να αντιληφθούμε τις «Συμπληγάδες» που είναι αναγκασμένος να διαβεί κάθε τολμηρός που ονειρεύεται να καταθέσει την ψυχή του βαδίζοντας το δύσβατο μονοπάτι της συγγραφής.

Ο Αλέξης Σταμάτης από μικρός ήταν αντιφατικός χαρακτήρας. Του άρεσε το διάβασμα και διψούσε για γνώσεις. Ήταν δεν ήταν 9 χρονών όταν έκρυβε την αγαπημένη του εγκυκλοπαίδεια κάτω από το θρανίο του. Στο Γυμνάσιο άρχισε να μισεί τον Σολωμό που τελικά έγινε ο αγαπημένος του ποιητής και συγγραφέας.

Στα Νέα Ελληνικά ήταν μαθητής του 13 και οι εκθέσεις που έγραφε βαθμολογούνταν με κουλουράκι ως «εκτός θέματος». Δυστυχώς η φαντασία του Αλέξη δεν βαθμολογήθηκε ακόμη και όταν σε έκθεση με θέμα την Αποταμίευση έγραψε πως θα ήταν ο κόσμος αν οι άνθρωποι μιλούσαν ανάποδα… Ακολούθησαν οι σπουδές του στην Αρχιτεκτονική. Τότε ήταν που άρχισε να ασχολείται με την ποίηση, γράφοντας ποιήματα όταν ήταν «της μόδας».

Η εφημερίδα «Καθημερινή» φιλοξένησε τις πρώτες του απόπειρες. Μέχρι σήμερα έχει γράψει 13 μυθιστορήματα, με το πρώτο να κυκλοφορεί το 1998. Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού του στην Αγγλία ο προσανατολισμός του άλλαξε και από ποιητής μετεξελίχθηκε σε συγγραφέα.

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: «Όταν σπούδαζα αρχιτεκτονική έκανα ζωγραφική με τον Σόρογκα, φιλοσοφία, σύνθεση, μακέτες, μορφολογία, ήταν σαν να ήμουν στην Αναγέννηση. Και μετά πήγα για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο. Χρησιμοποιήσαμε το Λονδίνο ως εργαστήριο. Διάβαζα πολύ και έγραφα μόνο ποίηση. Στην Αγγλία υπήρχε ένας νόμος αν ήσουν σε μεταπτυχιακό μπορούσες να γραφτείς χωρίς εξετάσεις και σε δεύτερο χαμηλότερο. Και γράφτηκα στο “Cinema Studies”. Είμαι σινεφίλ και αυτό με έχει επηρεάσει πάρα πολύ στη γραφή μου, έμαθα πως γράφεται ένα σενάριο κτλ. Ήθελα να ασχοληθώ με κάτι που να φτιάχνει ιστορίες, πέρα από την ποίηση που ήταν, πολύ απλά, αυτό που έβγαινε από μέσα μου. Δηλαδή με τα ποιήματα είχα πνευματική σχέση, είχα έμπνευση ενώ η γραφή ήταν πιο δύσκολη. Για το μυθιστόρημα θέλεις χρόνο δουλειάς και οργάνωσης ενώ ένας ποιητής μπορεί να γράψει μια ποιητική συλλογή σε ένα βράδυ».

Όταν γύρισε στην Ελλάδα εργάστηκε ως αρχιτέκτονας χωρίς να του αρέσει καθόλου, ωστόσο σήμερα ευγνωμονεί την αρχιτεκτονική για τις εμπειρίες που αποκόμισε και διεύρυνε τους ορίζοντές του. Έτσι άρχισε να γράφει από μυθιστορήματα μέχρι και θεατρικές συλλογές ενώ τα τελευταία 6 χρόνια διδάσκει «Δημιουργική Γραφή» σε μικρούς και μεγάλους και διοργανώνει συγγραφικά σεμινάρια. Στη συνάντησή του μαζί μας χρησιμοποίησε το μυθιστόρημα του με τίτλο “Μπαρ Φλωμπερ”, ο οποίος συνίσταται από τα αρχικά γράμματα των πόλεων Μπαρτσελόνα, Φλωρεντία και Βερολίνο για να μας «μυήσει» στα μυστικά της συγγραφής.

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: «Θα σας πω πως έγραψα το βιβλίο. Λόγω επαφής αρχιτεκτονικής, έγραψα πρώτα τη δομή, το σχεδιάγραμμα. Πήγα στα μέρη και έγιναν πράγματα που γράφτηκαν στο βιβλίο. Την πλοκή την ανακαλύπτεις στην πορεία. Ξέρεις απ’ την αρχή μόνο το τέλος, π.χ. ότι ο ήρωας θα πεθάνει στο τέλος… Τώρα μπορώ να αρχίσω από μια λέξη, από μια κίνηση, γιατί μέσα μου έχει ενσωματωθεί η δομή και το βασικό θέμα είναι ο χαρακτήρας. Το βιβλίο Μπαρ Φλωμπερ είναι αυτοβιογραφία, είμαι τα κομμάτια του βιβλίου. Εδώ έχουν ενσωματωθεί πάρα πολλοί χαρακτήρες, αλλά σε ένα βιβλίο που υπάρχει μόνο ένας βασικός χαρακτήρας, άμα τον συλλάβεις γερά σε «πάει» μόνος του, δηλαδή δημιουργεί αυτός την πλοκή. Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε κάνει «Δημιουργική Γραφή», ούτε «Δομή», ωστόσο τα μυθιστορήματά του είναι χαοτικά, χωρίς αρχή-μέση-τέλος. Η «Φόνισσα» όμως είναι τέλεια. Είναι αριστούργημα δομής και αυτό γιατί έχει συλλάβει τόσο καλά το χαρακτήρα της Φόνισσας και τον έχει «ενδυθεί», τον πήγαινε μόνη της η Φόνισσα και ήταν αυτά τα πράγματα που έπρεπε να κάνει: ήταν άθεη, τα παιδιά που σκότωνε κτλ. Έτσι έρχεται περισσότερη άνεση με την επεξεργασία της γραφής».

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στο «Βιβλίο της Βροχής» οι χαρακτήρες είναι πολύ αληθινοί. Οι ρόλοι είναι αντίγραφα του εαυτού σας, ταυτίζονται με άλλα υπαρκτά πρόσωπα ή είναι φανταστικοί χαρακτήρες;

Α.ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Πολλή φαντασία αλλά και πραγματικά στοιχεία. Εμπνεύστηκα να ζουν όλοι σε μια πολυκατοικία καθώς όταν κατοικούσα σε μια πολυκατοικία υπήρχε μια υποτυπώδης ταξική διαστρωμάτωση. Δηλαδή, στο υπόγειο έμενε ο μετανάστης, στο ισόγειο ο φοιτητής, στον πρώτο όροφο ο δημόσιος υπάλληλος, στον δεύτερο όροφο ο ιδιωτικός υπάλληλος, στον τρίτο ο ελεύθερος επαγγελματίας και στον πέμπτο έμενε κάποτε η τραγουδίστρια Μοσχολιού. Δηλαδή, είχαμε από μετανάστη μέχρι τη Μοσχολιού, σα να λέμε την Άννα Βίσση, ήθελα να κάνω μια τέτοιου είδους αντιπροσώπευση. Όλα είναι αυτοβιογραφικά, ο Μπόρχες έλεγε: «Εφόσον όλα πηγάζουν από την ψυχή σου δεν μπορεί, εσύ τα έχεις γεννήσει». Είμαστε λοιπόν μια μέρα στην Αθήνα και πιάνει η χειρότερη καταιγίδα που έχει πέσει ποτέ. Κρατάει 3 ώρες και 14 λεπτά. Και εκεί τι γίνεται; Έχουμε διάφορους χαρακτήρες, πριν-κατά τη διάρκεια-μετά. Πάρα πολύ απλή ιδέα, αυτό είναι όλο. Και μετά αρχίζεις και σκέφτεσαι τους χαρακτήρες. Τι μπορεί να τους ενώνει, κοινά ενδιαφέροντα. Άνθρωποι που ζουν στην ίδια πολυκατοικία ή έχουν κάποιες σχέσεις από πριν, υπάρχουν κι άλλοι που γνωρίζονται μέσα από τη συνθήκη π.χ. τη βροχή. Η βροχή επιλέχθηκε γιατί είναι ένα φαινόμενο γνώριμο. Το νερό είναι το μόνο στοιχείο που μπορούμε να ζήσουμε μέσα του όσο κρατάει η αναπνοή μας. Είναι ένα στοιχείο που με έχει καθορίσει, το οποίο μπορεί να είναι γλυκό, μελαγχολικό, θεραπευτικό αλλά μπορεί και να σκοτώσει. Μπορεί να σε πνίξει ή να γίνει τσουνάμι. Επίσης, ότι έρχεται από ψηλά έχει κάτι μεταφυσικό. Νερό από ψηλά… ή χιόνι ή βατράχια από τον ουρανό. Ότι πέφτει από τον ουρανό έχει πολύ μεγάλη δύναμη και μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή.

Υπάρχει μια εντολή στα αγγλικά: “show not tell”, που σημαίνει «ΔΕΙΞΕ ΜΗΝ ΤΟ ΛΕΣ» δηλαδή «δραματοποίησε» μέσα από την πράξη και όχι μέσα από την εξήγηση. Δεν είναι ψυχολογική μελέτη το μυθιστόρημα. Το θέμα είναι να αφήνεις τόσο στον αναγνώστη ώστε να το κάνει δικό του και την υπόλοιπη –την εκτός πλοκής- επεξεργασία να την αποκτά μόνος του. Γιατί από τη στιγμή που έχει «φύγει» από εμένα το κείμενο δεν μου ανήκει. Ανήκει σε αυτόν που το διαβάζει. Ανήκει σε όσους το αγοράσουν. Δηλαδή, είμαι απόλυτα υπέρ ότι το κάθε βιβλίο ανήκει στον αναγνώστη του κι αυτός το «ξαναφτιάχνει».

Αυτό το βιβλίο, το «Μπαρ Φλωμπερ», είναι «οπτικοποιημένο», δίνει εικόνες και περιλαμβάνει μια περιπλάνηση στην Ευρώπη και αυτό δίνει μια δομή πολλή ενδιαφέρουσα. Από το 2001 ασχολείται να γίνει ταινία. Είναι τραγικά δύσκολο διότι αν είσαι εσύ ο συγγραφέας του βιβλίου και το μεταφέρεις στο σινεμά είναι μεγάλο λάθος γιατί δεν ξέρεις τι θα βγάλεις. Το σινεμά είναι μία τέχνη σχεδόν μαθηματικά. Δηλαδή, πρέπει να βγάλεις 90 με 100 σελίδες με συγκεκριμένες σκηνές, συγκεκριμένη δομή, καμιά φλυαρία, το απόσταγμα του βιβλίου, είναι τρελά δύσκολο. Και όταν είσαι δεμένος μ’ αυτό πρέπει να το δώσεις σε ένα σεναριογράφο. Ενώ, το «Βιβλίο της Βροχής» παραδόξως έχει αρχίσει ως σενάριο που έχει εγκριθεί από το Κέντρο Κινηματογράφου και ήταν να γίνει ταινία. Και αυτό θα ήταν μια ταινία που θα είχε γίνει και, πάμε στο θέμα το συλλογικό, τσακώθηκε ο σκηνοθέτης με τον παραγωγό και δεν μιλάγανε και έγινε «της τρελής». Απλά τυχαίνει να ασχολούμαι περισσότερο με την πεζογραφία κι απ’ ότι βλέπετε μπλέκονται λίγο τα πράγματα. Και τα βιβλία μου μπορούν να γίνουν σενάρια και το επόμενο βιβλίο μου έχει γραφτεί πρώτα ως θεατρικό και θα «βγει» του χρόνου και μετά ως βιβλίο. Υπάρχει μία «αλληλοδιείσδυση».

Το πρώτο του ποιητικό βιβλίο το πλήρωσε ίδιος, σημερινά 150 ευρώ. Το επόμενο το πήρε ο Καστανιώτης και πήρε και βραβείο. Όταν έγραψε το πρώτο του βιβλίο, το έδωσε στις εκδόσεις Λιβάνη, ωστόσο τελικά εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος. Για τα παιδιά που γράφουν τώρα όμως, δεν υπάρχει ο ρομαντισμός που ίσχυε τότε. Τώρα έχει γίνει «επαγγελματικό» το πράγμα γιατί εκμεταλλεύονται τους νέους συγγραφείς και τους βάζουν να πληρώνουν όχι 150 ευρώ αλλά 5 χιλιάδες ευρώ για να βγάλουν το βιβλίο τους. Οι νέοι ανθρώποι έχουν την τάση να θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες, είτε ηθοποιοί, είτε λογοτέχνες κι απ’ την άλλη δεν υπάρχει καμία βοήθεια. Ο ίδιος υποστήριξε ότι παρά το γεγονός ότι έχει «βγει» σε 8 γλώσσες, δεν ζει από τη συγγραφή του.

ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ: Γιατί είναι τόσο λίγοι οι Έλληνες συγγραφείς που έχουν μεταφραστεί κάποια βιβλία τους; ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Το Μπαρ Φλωμπερ είναι ένα βιβλίο που έχει ταξίδια, δηλαδή ο ήρωας βγαίνει και πηγαίνει στα πανεπιστήμια στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ισπανία και την Ιταλία. Είχα κατηγορηθεί κανονικά ότι γράφω κοσμοπολίτικα βιβλία και τι δουλειά έχει ένας Έλληνας συγγραφέας να γράφει για πράγματα που συμβαίνουν στο εξωτερικό. Τελοσπάντων, εξέδωσα ένα βιβλίο στα αγγλικά, το οποίο μου άνοιξε το δρόμο στο εξωτερικό. Έχοντας βγει στην Αγγλία λοιπόν, αυτό ήταν σαν ένα «διαβατήριο» και από κει και πέρα ξεκίνησε μια πολύ καλή εποχή με βιβλία που μεταφράστηκαν σε 7 ξένες γλώσσες. Και ένα άλλο βιβλίο μου που προέκυψε μετά από ένα ταξίδι μου στην Αμερική, πάλι εκδόθηκε στην Αμερική. Αλλά αυτό το βιβλίο έχει βγει και στη Βουλγαρία. Τώρα βέβαια, όλα αυτά τα βιβλία κανονικά θα έπρεπε να μπουν σε έναν ατζέντη αλλά είναι μία η ατζέντης για όλους τους Έλληνες συγγραφείς που ασχολείται μαζί μας. Αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Εγώ, έχω βγάλει βιβλίο στο Facebook, μέσω Facebook. Με ένα Πορτογάλο συγγραφέα είπαμε να δώσει ο καθένας το βιβλίο του άλλου στον εκδοτικό του οίκο. Έδωσα εγώ του Πορτογάλου στον Καστανιώτη και ο Πορτογάλος στον δικό του, να δουν εάν τους αρέσει. Του Πορτογάλου δεν άρεσε στον Καστανιώτη, αλλά το δικό μου άρεσε στον δικό του και το έβγαλε στα Πορτογαλικά. Δηλαδή, κάπως έτσι μεταξύ μας, άρτσι-μπούρτζι, έτσι δε γίνεται δουλειά. Πρέπει λίγο να υπάρχει ένας επαγγελματισμός. Δεν μπορεί ο δημιουργός να ασχολείται με όλα, με τις δημόσιες σχέσεις. Αλλά το βασικό που θέλει ο λογοτέχνης και ο καλλιτέχνης είναι να είναι αφιερωμένοι σ’ αυτό. Να μη μπορείς χωρίς. Δηλαδή, άμα μπορείς και χωρίς μην το κάνεις. Αν είναι αυτό που θέλεις να κάνεις στη ζωή σου θα το κάνεις σίγουρα και θα πάρεις τόση χαρά..!

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πόσο χρόνο χρειάζεστε για να γράψετε ένα βιβλίο;

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Είναι καλό όταν έχεις τελειώσει κάτι να αφήνεις μία περίοδο «αγρανάπαυσης» που λέμε, να κάτσεις να ησυχάσει το πράγμα. Για μένα, αν ασχολούμαι κάθε μέρα θέλω ένα χρόνο το πολύ. Αλλά εγώ λέω το εξής που είναι πολύ καλή συμβουλή: Αν το γράφω αυτό σε 4 μήνες, θέλω δύο φορές παραπάνω χρόνο για τη διόρθωση. Δηλαδή πρακτικά, γράφω στο κομπιούτερ το draft-1 σε χι διάστημα τελειώνω την πρώτη γραφή. Μετά το εκτυπώνω γιατί άμα το βλέπεις στο κομπιούτερ νομίζεις πως είναι τέλειο. Και το διορθώνω στο εκτυπωμένο. Μετά το ξαναπερνάω στις εκδοχές και κάνω συνεχή, συνεχή, συνεχή draft. Και στο draft 8 ας πούμε ή 9, το ίδιο το βιβλίο μου λέει «εγκατέλειψέ το». Και υπάρχουν ήρωες βιβλίων που έχουν γεννηθεί μέσα από άλλα βιβλία.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Συμφωνείτε με τη λογική του ηλεκτρονικού βιβλίου;

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Άλλο θέμα.. συμφωνώ..; κοίταξε: αυτό το βιβλίο εδώ είναι μια εφεύρεση ανθρώπινη, του Γουτεμβέργιου. Είναι πάρα πολύ έξυπνο σαν εφεύρεση. Είναι σαν το πιρούνι. Το πιρούνι το εφηύραν οι προϊστορικοί άνθρωποι και υπάρχει ακόμα. Επειδή το βιβλίο είναι πάρα πολύ έξυπνο και εύχρηστο πιστεύω ότι δεν θα χαθεί ποτέ. Τώρα, κάνοντας λίγη κουλτούρα, ας πούμε ότι υπάρχει μία τομή που λέγεται Γουτεμβέργιος όπου βγήκαν οι πρέσες και τα βιβλία. Πριν απ’ τον Γουτεμβέργιο οι ιστορίες ταξίδευαν στον αέρα, με τους τροβαδούρους, με τα χειρόγραφα κτλ. Κάπου αυτό αρχίζει να θυμίζει την τωρινή εποχή. Με το “Cloud” κτλ πώς οι ιστορίες ταξιδεύουν άυλα. Χωρίς να μεσολαβεί ένα υλικό πράγμα. Το βιβλίο είναι ένα υλικό πράγμα, πολύ όμορφο στην κατασκευή και πολύ εύχρηστο. Άμεσο παράδειγμα, ένα από τα βιβλία μου στην Ελλάδα βγήκε σε e-book σε μία πλατφόρμα. Το πήραν 5 άτομα. Τώρα που έχει βγει τυπωμένο σε βιβλίο, το πήραν 500. Ο Έλληνας λοιπόν δεν έχει καμία σχέση, είναι το 0,5% της αγοράς. Στην Αμερική όμως είναι πάνω από 50%. Και όταν διαβάζω ένα άρθρο π.χ. στη NY Times και αναφέρει για ένα βιβλίο κι εγώ έχει τύχει αρκετές φορές να το πάρω στο Kindle και να το έχω στο κομπιούτερ μου σε μισό δευτερόλεπτο, με 6 ευρώ αν κάτι με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θα κάτσω να το διαβάσω όλο, ολόκληρο το βιβλίο ποτέ σε e-book και έχω πολλά. Αλλά στην Αμερική βλέπεις ότι «παίζει πολύ» αν και δεν νομίζω ότι θα υπάρξει περίοδος που δεν θα υπάρχουνε βιβλία.

ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ: Όταν γράφεις σκέφτεσαι την ανταπόκριση που θα έχει στο κοινό το βιβλίο;

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Όχι, ποτέ. Όταν γράφεις και είσαι μπροστά στον υπολογιστή δε σκέφτεσαι, ούτε το κοινό γιατί δεν μπορείς να το προσωποποιήσεις το κοινό. Άλλοι συνάδελφοι λένε «γράφω για ένα συγκεκριμένο άνθρωπο». Μόνο μερικές φορές μπροστά μου υπάρχει μία δύναμη που κρυφοκοιτάει. Και αυτό το έχω προσωποποιήσει, το έχω φτιάξει μες στο κεφάλι μου σαν να είναι παπαγάλος εδώ πάνω στον ώμο μου που να ρίχνει κλεφτές ματιές στο κείμενο. Αυτό που κάνω είναι, άμα δώσω το βιβλίο μου σε κάποιον άνθρωπο που ξέρω και ξέρω ότι το διαβάζει, αρχίζω και το ψιλοδιαβάζω λες και ήμουν αυτός. Για ένα λεπτό τι θα διαβάσει; Κάπως έτσι..

Η μία συμβουλή δημιουργικής γραφής όπως σας είπα είναι: ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ και “SHOW NOT TELL” (ΔΕΙΞΕ ΑΝΤΙ ΝΑ ΛΕΣ). Η άλλη είναι: “KILL YOUR DARLING” (ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΟΥ). Σε ένα βιβλίο μου είχα αγαπήσει πολύ τον ήρωα αλλά έπρεπε να πεθάνει.. ή σε ένα μεγάλο κείμενο μπορεί να είναι μια παράγραφος πάρα πολύ ωραία γραμμένη, να περιγράφει τι ωραία βιβλιοθήκη είναι εδώ πέρα, η οποία όμως να μην εξελίσσει το θέμα σου που είναι «τα βάσανα του βιβλιοθηκάριου». Τι μας νοιάζει.. είναι πολύ ωραία αλλά δεν ανήκει εδώ. Κόψιμο. Το κόψιμο είναι πολύ καλό πράγμα.

ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ: Ποιο βιβλίο σου σε δυσκόλεψε πιο πολύ;

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Υπάρχει ένα βιβλίο μου που λέγεται «Σκότωσε τη Ντεκαπάζ», το οποίο γράφτηκε σε 45 μέρες, δηλαδή το ρεκόρ μου. Το Μπαρ Φλωμπερ το έγραψα σε 2 χρόνια. Άμα δε σου «βγαίνει» σταματάς όποτε θες. Ο συγγραφέας δεν έχει κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του. Έχει πλήρη αυτονομία να γράφει στο κομπιούτερ παντού. Όταν τελειώσει το δίνει στον εκδότη για διόρθωση και έκδοση. Ο συγγραφέας έχει την πολυτέλεια να παίζει με το χρόνο. Έχω γράψει ένα βιβλίο που διαρκεί 8 δευτερόλεπτα και έχει 400 σελίδες. Ένα άλλο που είναι 400 σελίδες διαρκεί 150-160 χρόνια. Δεν υπάρχει άλλη «τέχνη» που να παίζεις με το χρόνο. Δηλαδή σε ένα θεατρικό έργο, όσο και να λέγονται πράγματα που αναφέρονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα, κρατάει 2 ώρες. Ενώ το άλλο μπορεί να γυρίζει στο μυαλό σου για χρόνια. Είναι το θέμα των σκηνών. Αυτά όλα στο Αριστοτέλη πάνε. Το κόψιμο σε σκηνές και η φράση 100 χρόνια μετά, 10 χρόνια μετά, ένα χρόνο μετά… είναι κορυφαία χειρονομία. Να λες: «2 χρόνια μετά αυτό..» είσαι θεός δηλαδή.. πας τον χρόνο.. ότι θες τον κάνεις.. Η αυτοπεποίθηση αποκτάται με τα χρόνια. Πρώτη φορά που έγραψα βιβλίο. Πρώτη φορά που βγήκε βιβλίο μου εκτός Ελλάδας. Πρώτη φορά που ηθοποιός ερμήνευσε ρόλο από έργο μου… Στο εξωτερικό θέλουν τους συγγραφείς να διαβάζουν μία ώρα… Εμένα μου αρέσει να συζητάω…

Comments


Κάντε εγγραφή στο newsletter μας

Για να μην χάνετε καμία ενημέρωση!

© 2017 by Technotropon

  • Facebook Basic Black
  • Black Instagram Icon
  • Black Google+ Icon
bottom of page