top of page

Ένας χρόνος φεύγει


ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΑ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ. Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν μοναχικά. Είχε αφοσιωθεί τόσο πολύ στη δουλειά της, που είχε χάσει επαφή με κάθε φίλο και συγγενή. Ήταν μόνη. Και δυστυχώς δεν το είχε καταλάβει έγκαιρα. Τον πρώτο καιρό είχαν αραιώσει απλά τα τηλεφωνήματα που δεχόταν, αλλά αυτό δεν την είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Εξάλλου, εκείνο τον καιρό πάλευε να κερδίσει προαγωγή στη δουλειά της. Και στη συνέχεια, έπρεπε να αποδείξει σε όλους ότι πραγματικά άξιζε. Τώρα όμως, έξι μήνες μετά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήταν μόνη της. Είχε πάρει τηλέφωνο όλους τους φίλους που της είχαν απομείνει. Όλοι όμως της έκλεισαν την πόρτα, όπως είχε κάνει κι εκείνη στο παρελθόν, όταν εκείνοι είχαν ανάγκη. Είχε αρνηθεί την πρόταση της μητέρας της να αλλάξουν μαζί τον χρόνο, γιατί αυτό προϋπέθετε την πολυήμερη απουσία της από τη δουλειά της. Ήταν εργασιομανής, ήθελε δεν ήθελε, αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί. Τα πράγματα είχαν φτάσει στα άκρα. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα μπουκάλι καλό γαλλικό κρασί. Το είχε φυλαγμένο για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν, αλλά, αφού κανείς δεν θα την τιμούσε με την παρουσία του, δεν είχε σημασία. Η ώρα πλησίαζε έξι. Έξω είχε νυχτώσει. Από το μπαλκόνι διέκρινε γιορτινά φωτάκια και άκουγε μουσικές από τα μαγαζιά του δρόμου. Το σπίτι της βρισκόταν στο κέντρο, στο λόφο του «Στρέφη». Είχε φοβερή θέα τον Λυκαβηττό. Ωστόσο, κάθε μέρα έβλεπε και άσχημες εικόνες. Αυτές οι εικόνες, ξαφνικά, κατέκλυσαν τη μνήμη της, άνθρωποι να ψάχνουν τα σκουπίδια, ναρκομανείς, αλλοδαποί, έμποροι ναρκωτικών. Κάθε μέρα που περνούσε με το αυτοκίνητο της από την Πλατεία Ομονοίας ή περπατούσε στο κέντρο, έβλεπε αυτές τις εικόνες. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να αναρωτιέται τι μπορεί να έκαναν εκείνοι αυτή τη μέρα. Ήταν κι εκείνοι άνθρωποι, μόνοι, ως επί το πλείστον, άνθρωποι που δεν είχαν καν σπίτι ή οικογένεια. Αυτά σκεφτόταν για ώρα, ενώ έπινε το κρασί της, και χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, βρέθηκε στον δρόμο να περπατάει, σφίγγοντας το παλτό και την τσάντα, επάνω της, για να εμποδίσει το δριμύ ψύχος να διαπεράσει τη ραχοκοκκαλιά της. Ήθελε να δει κόσμο, να μιλήσει, να χαμογελάσει. Σχεδόν, όλα τα μαγαζιά τώρα είχαν κλείσει. Στον δρόμο ελάχιστοι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν, φορτωμένοι με τα ψώνια της τελευταίας στιγμής για το αποψινό δείπνο, το τελευταίο του 2015 και το πρώτο του 2016. Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει στο Κολωνάκι. Εκεί ο κόσμος ήταν περισσότερος και τα μαγαζιά ανοιχτά, στολισμένα, περιμένοντας τους θαμώνες, που θα γιόρταζαν εκεί την αλλαγή του χρόνου. Φαινόταν παράταιρη, μόνη της όπως ήταν. Παντού γύρω της έβλεπε χαρωπές κυρίες, ζευγαράκια, παιδιά και γονείς... Μπήκε στο πρώτο άδειο κατάστημα που βρήκε μπροστά της και παρήγγειλε ένα βαρύ ποτό να πιει. Δεν το συνήθιζε, αλλά το είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Ζήτησε κι ένα τσιγάρο από τον μπάρμαν. Ούτε αυτό το συνήθιζε. Κι εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα ένας αποστεωμένος άντρας. H όψη του ήταν ταλαιπωρημένη. Δεν φαινόταν πολύ μεγαλύτερός της. Ο άνδρας πλησίασε τον μπάρμαν και του ευχήθηκε, στη συνέχεια, όμως, αντί να ζητήσει ένα ποτό είπε κάτι πολύ διαφορετικό. «Έχω τρεις μέρες να φάω, ρε φιλαράκι, μήπως σου περισσεύει κάτι;» Ο μπάρμαν πήγε να τον διώξει αμέσως μόλις άκουσε τη φράση του, ωστόσο εκείνη που καθόταν λίγα μέτρα πιο δίπλα, ακούγοντάς τον ανατρίχιασε και, καθώς ο αποστεωμένος άντρας απομακρυνόταν, φώναξε: «Στάσου!» Έδωσε εντολή στον μπάρμαν να του ετοιμάσει κάτι φαγώσιμο, και τον φώναξε να καθίσει μαζί της. Συζητούσαν για ώρα. Ο άνδρας είχε πλέον χορτάσει και άκουγε γεμάτος ευγνωμοσύνη τα όσα έλεγε η απελπισμένη κοπέλα. Ύστερα από ώρα κοίταξε το ρολόι της. Είχε 15 λεπτά ακόμη, έως ότου να τελειώσει ο χρόνος. Ήθελε να παραστεί στην εκδήλωση για την αλλαγή του χρόνου στο Σύνταγμα! Έτσι, μαζί με τον άγνωστο νεαρό, που δεν ήταν πλέον άγνωστος, αφού είχε μάθει τόσα για τη ζωή του, όσα κι αυτός για τη δική της, μπήκαν σε ένα ταξί και έφτασαν στο Σύνταγμα. Είχαν λίγα λεπτά ακόμη. Κάθισαν σε μια άκρη σιωπηλοί και κοιτούσαν τα πάντα γύρω τους. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε. 10. Για όλα τα άσχημα που συνέβησαν. 9. Για όλους τους ανθρώπους που μας πρόδωσαν. 8. Για τα ψέματα που είπαμε. 7. Για τις «αμαρτίες» στις οποίες αφεθήκαμε. 6. Για τους ανθρώπους που μισήσαμε. 5. Για τα αισθήματα που δεν εκφράσαμε. 4. Για τους στόχους τους οποίους πέτυχαμε. 3. Για τις χαρές που ζήσαμε. 2. Για όλα αυτά που αγαπήσαμε. 1. Γιατί η ζωή συνεχίζεται! Για τον αριθμό 1, για το φιλί που της έδωσε ο άλλοτε άγνωστος άνδρας, μόλις φώτισε τον ουρανό το πρώτο πυροτέχνημα.

bottom of page