top of page

Μια διαφορετική Οδύσσεια...


«ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΦΕΡΕΙΣ ΦΑΓΗΤΟ, ΟΔΥΣΣΕΑ! Σκέψου τα παιδιά! Τι σημαίνει είναι χάλια ο καιρός; Αμάν πια, μόνο εγώ θα δουλεύω σ’ αυτό το σπίτι;» Ο Οδυσσέας, μην έχοντας άλλη επιλογή, έπρεπε να θρέψει την οικογένειά του. Γι’ αυτό πήρε το κίτρινο φωσφοριζέ μπουφάν του, τα σύνεργά του και κατευθύνθηκε προς τον γιαλό, μες στην άγρια νύχτα. Είχε πια βραδιάσει και το μόνο φως που έλαμπε στο απόλυτο σκοτάδι ήταν αυτό του φεγγαριού. Ο ψαράς μπήκε με θόρυβο στην ξύλινη βάρκα του και έκανε κουπί μέχρι να φτάσει στα βαθιά. Δεν τον τρομοκρατούσαν πια τα γιγάντια κύματα. Ούτε φοβόταν από τον ήχο των αφρών τους που έσκαγαν με δύναμη στα μυτερά βράχια. Είχε κοντά του τον φακό του, τα αγκίστρια και τα δολώματα για τα ψάρια. Συνήθως είχε καλή ψαριά και την επομένη πήγαινε στην αγορά και τα πουλούσε όλα. Εκείνη η νύχτα, λοιπόν, ήταν διαφορετική από τις άλλες. Δεν είχε το θάρρος να γυρίσει έτσι, με άδεια χέρια στο σπίτι. Όλα ξεκίνησαν το βράδυ εκείνο στο λιμάνι. Ως συνήθως, βούτηξε στη μικρή βάρκα του και προχώρησε πιο βαθιά για να ψαρέψει. Όμως, εκείνη τη φορά όχι, η μοίρα δεν θα ήταν με το μέρος του. Ένα τεράστιο κύμα κάλυψε τη βάρκα του κι ο ίδιος βρέθηκε κάτω απ’ αυτήν. Δεν διέκρινε τίποτα στο τόσο σκοτάδι. Του είχαν λυθεί τα γόνατα, όλα τα αγκίστρια και τα δολώματα είχαν χυθεί και σκορπιστεί στη θάλασσα. Ξαφνικά, αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο στο καλάμι και όχι, δεν ήταν ψάρι που τον είχε τσιμπήσει. Ένα αιχμηρό μεταλλικό αγκίστρι είχε καρφωθεί στο σώμα του. Εκείνος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, καθώς το τραβούσε έξω από το δέρμα του. Τον τύλιξε ένα κόκκινο υγρό. «Το αίμα, μπαμπά, αποτελείται από λευκά και ερυθρά αιμοσφαίρια και... και... το... πλάσμα!» θυμήθηκε τον γιο του που τα έλεγε όταν τον εξέταζε αυτός στη Βιολογία. «Όχι!» φώναξε αποφασισμένος ο Οδυσσέας. Δεν θα παρέδιδε έτσι τη ζωή του, πάνω απ’ όλα η οικογένειά του. Αγκομαχώντας, κατάφερε να ακουμπήσει στεριά. Ταλαιπωρημένος σκεφτόταν τι δικαιολογία θα έλεγε στη γυναίκα του, πώς θα της έλεγε ότι ένας επαγγελματίας ψαράς δεν θα φέρει ούτε ένα ψάρι αύριο στο πιάτο του, επειδή είχε πολύ κύμα. Κατέληξε, όμως, στην αλήθεια. Της περιέγραψε όλες τις περιπέτειές του στη θάλασσα, υπογραμμίζοντας το πόσο τολμηρός στάθηκε, που δεν τα παράτησε. Έδωσε στην ιστορία ζωή, την έλεγε τόσο ζωηρά και όμορφα, που όλοι οι ακροατές θα ένιωθαν εντελώς συνεπαρμένοι μετά από αυτό. Ή μάλλον, σχεδόν όλοι, εκτός από την Πηνελόπη. Φαίνεται πως η γυναίκα του δεν είχε την ίδια γνώμη με αυτόν, καθώς με ένα ξινισμένο και θυμωμένο βλέμμα του είπε ειρωνικά: «Δε φταίει η μπριζόλα, Οδυσσέα μου, αλλά οι μασέλες!»

bottom of page