top of page

Ποιος φταίει;


KΑΘΟΜΟΥΝ ΓΙΑ ΩΡΑ και κοιτούσα τα χόρτα γύρω μου, λες και ξαφνικά εκείνα θα έβγαζαν μιλιά και θα μου μιλούσαν γλυκά, σχεδόν συμπονετικά. Όμως, όχι. Είναι χόρτα. Ένα μάτσο καταραμένα χόρτα. Απελπίστηκα. Πάνω στην απελπισία μου, έχτιζα με μνήμες κάτι, που μεγάλωνε, όλο μεγάλωνε, ώσπου σκέπασε το «εγώ» μου, την ύπαρξή μου ολόκληρη και με κατάπιε ζωντανή. Ε, λοιπόν, θυμάμαι, ναι. Κοιμόμουν ήσυχα και η ανάσα μου σκάλωνε στο λαιμό μου, έβγαινε έξω ασθενική. Είχα κλείσει τα φώτα, είχα σκεπαστεί με την κουβέρτα μου και είχα κλείσει ερμητικά τα μάτια. Όταν, μετά από ώρα βρέθηκα να τρέχω με το στενό μου εσώρουχο και τη μεταξωτή μου ρόμπα μισάνοιχτη στους δρόμους, καταλαβαίνετε πως δεν είχα συνειδητοποιήσει απολύτως τι συνέβαινε. Έτρεχα, και γύρω μου έτρεχαν και άλλοι – ένας κύριος συνέχιζε να φωνάζει: «Θα πεθάνουμε!». Και τότε έσκασε δίπλα του. Έσπασε σε κομμάτια, πλημμύρισε ο τόπος με αίμα. Πιτσιλιές, στο πρόσωπό μου. Τώρα έτρεχαν ζωηρά στα μάγουλά μου, έσταζαν από το σαγόνι μου. Μόλις είχα δει έναν άντρα να ανατινάζεται. Άρχισα να κλαίω. Στην αρχή απλά βούρκωσα, κάπου στη μέση φύσαγα τη μύτη μου στο στρίφωμα της ρόμπας, και προς το τέλος, έβγαλα τα σωθικά μου πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών. Φώναζα, ούρλιαζα, ήθελα πίσω το κρεβάτι μου, τον αδερφό μου. Έτσι όπως παραπατούσα, στηριζόμενη από τοίχο σε τοίχο, κατάλαβα. Μάλιστα, το εμπέδωσα, όταν η δεύτερη βόμβα έσκασε λίγα τετράγωνα μακριά και ακούστηκε ένας βαθύς κρότος. Κρύωνα πολύ και ήμουν μόνη και πονούσε ο λαιμός μου. Σωριάστηκα σε ένα σοκάκι, ακούμπησα πίσω στον τοίχο και συνέχισα να κλαίω, βουβά, με μια πικρή γεύση ακόμα να τυραννάει τον ουρανίσκο μου. Άκουσα παντόφλες να πλησιάζουν γρήγορα και ένιωσα, ξαφνικά, να στέκομαι στα πόδια μου, με δυο χέρια να κρατούν σφιχτά τους ώμους μου. «Είσαι τρελή, κοπέλα μου; Τρέξε!» «Δεν μπορώ». Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα ένα χοντρό μουστάκι. «Δεν φταίω εγώ. Αυτοί. Μόνο αυτοί». Ξεστόμισα τη μεγαλύτερη μπούρδα στην ιστορία της μπούρδας, και έτσι χαμήλωσα τα μάτια και κοιτούσα πλέον το γυμνό στήθος του άντρα. «Δεν φταίει η μπριζόλα, οι μασέλες φταίνε!» Έφτυσε τις λέξεις και με τράβηξε πίσω του. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι να πέφτω πάνω σε άλλους και να ακούω τη θάλασσα δίπλα μου να χτυπάει απαλά τους βράχους. Ήμουν στο λιμάνι. Και τώρα είμαι εδώ. Μετά από βδομάδες, είμαι εδώ. Ζωντανή, υγιής και – προς Θεού – είμαι εδώ. Και στο μυαλό μου παίζει σε επανάληψη η φράση του σωτήρα μου, χοντροκομμένη και στεγνή, σαν μπαγιάτικη μπριζόλα. Τελικά τα χόρτα σάλεψαν. Ένιωσα σχεδόν ευτυχισμένη.

bottom of page