Το αεροδρόμιο των ανατροπών
ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ να είναι ένα ήσυχο και συνηθισμένο πρωινό. Μια ημέρα γεμάτη χαρά, που θα γυρνούσαν σπίτι τους, στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Θα ήταν πάλι κοντά τους μετά από ένα ευχάριστο ταξίδι, είτε επαγγελματικό, είτε για διακοπές, είτε για μια επίσκεψη σε έναν αγαπημένο – ο καθένας είχε τη δική του ιστορία. Τα πάντα άρχισαν, κατά τις επτά το πρωί, στο μικρό αεροδρόμιο της μαγευτικής Σαντορίνης. Όλοι οι επισκέπτες είχαν τις καλύτερες εντυπώσεις από αυτό το ελληνικό νησί, αισθάνονταν εκστασιασμένοι. Όμως, μια είδηση στο αεροδρόμιο προκάλεσε μια μεγάλη αναταραχή στο πλήθος, που ξεσηκώθηκε θυμωμένο. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε: «Αγαπητοί επιβάτες, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι λόγω εκτάκτου τεχνικού προβλήματος θα υπάρξει καθυστέρηση στις επόμενες πτήσεις. Σας παρακαλούμε θερμά να παραμείνετε με τις αποσκευές σας στην αίθουσα αναμονής.Dear passengers...». Σε όλα τα πρόσωπα είχε σχηματιστεί μια μεγάλη δυσαρέσκεια. Συγκεκριμένα, ο Άλεξ, ένας εξηντάχρονος Γεωργιανός, παραπονέθηκε: «Ανάθεμα την καθυστέρηση! Πρέπει να είμαι σε σύσκεψη το απόγευμα στη Γεωργία. Πότε θα προλάβω;». Τότε, κάποιος μουρμούρισε: «Λες και με νοιάζει πότε θα προλάβεις!» «Δεν μου λες, παιδί μου, δεν σου έμαθαν οι γονείς σου τρόπους;» Το μόνο που πήρε από τον Τσάρλι σαν απάντηση ήταν ένα ξερό «όχι», όταν τελείωσε να ξύνει τη μύτη του με το μεσαίο του δάχτυλο. Ο Άλεξ ξαφνιασμένος συνέχισε «Φαντάζομαι τι γονείς έχεις». «Μαϊμούδες». «Έτσι εξηγείται». «Ναι, από αυτούς έχω κληρονομήσει αυτή τη φοβερή δεξιότητα στα χέρια μου». Και συνέχισε: «Παρεμπιπτόντως, πολύ ωραίο ρολόι!» «Α, ευχαριστώ!» και άπλωσε το αριστερό του χέρι για να δείξει το χρυσό του Rolex στον Τσάρλι, έναν Άγγλο γύρω στα δεκαεφτά-δεκαοχτώ, με ξανθά σγουρά μαλλιά και γκρίζα μάτια. «Και δεν φοβάστε, δηλαδή, μην σας το κλέψει κάποιος;» τον ρώτησε ο Τσάρλι με ένα περίεργο χαμόγελο. «Ε όχι, φυσικά. Ποιος θα τόλμαγε;» απάντησε τότε ο Άλεξ. «Ε, άμα είστε τόσο σίγουρος... Κανείς, φυσικά.» Και τότε, με αναπάντεχη ευγένεια, ο Τσάρλι ρώτησε: «Θέλετε καθόλου βοήθεια με τις βαλίτσες σας;» «Α, ναι. Ευχαριστώ πολύ!» «Ωραία! Πάμε, λοιπόν!» Όταν έφτασαν στην είσοδο της καφετέριας του αεροδρομίου, ο Άλεξ άπλωσε το αριστερό του χέρι και είπε «Τελικά, χάρηκα που σε γνώρισα, παιδί μου!» «Κι εγώ!» Όταν τελείωσαν με τη χειραψία και μάζεψε το μακρύ του χέρι ο Τσάρλι, γύρισε την πλάτη στον Άλεξ και άρχισε να βλέπει την ώρα στο καινούριο χρυσό Rolex του, που είχε αποκτήσει με αυτή τη φοβερή δεξιότητα των χεριών του. Τότε, έπεσε πάνω σε κάποιον και όταν σήκωσε το κεφάλι του είδε δυο πράσινα μάτια να τον κοιτάζουν με ενδιαφέρον, σαν να έψαχναν ήδη το βλέμμα του. «Καλημέρα!» Μουρμούρισε εκείνος και έμεινε με ανοιχτό το στόμα, όταν παρατήρησε την κοπέλα μπροστά του. «Καλημέρα, και σε σένα!» Εκείνη χαμογέλασε και στρίμωξε μια τούφα των μαλλιών της πίσω από το δεξί της αυτί. Ο Τσάρλι έμεινε να την κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Εκείνη χαμογέλασε διπλά. «Είμαι η Κάρα. Εσύ;» Ο Τσάρλι ανατρίχιασε σύγκορμος. «Τσ-τσ-τσάρλι» κατάφερε να αρθρώσει. Η Κάρα δεν κατάφερε να μην γελάσει. «Κόλλησες κι εσύ εδώ; Βάσανο το αεροδρόμιο, αν κι εμένα μου αρέσουν. Από πού είσαι, Τσάρλι;» Έψαχνε κάτι μέσα στη μεγάλη μπορντό τσάντα της. Ο Τσάρλι χάζευε τα χείλη της, τον τρόπο που κινούνταν γρήγορα. «Από την Αγγλία. Εσύ;» Ο Τσάρλι έκανε μια εσωτερική σημείωση να επιβραβεύσει τον εαυτό του, που συμπλήρωσε μια ολόκληρη πρόταση, μπροστά της. «Από την Αργεντινή, μα μεγάλωσα στην Αμερική». Φυσικά. Η προφορά της είχε κάτι το εξωτικό, όπως άλλωστε και ολόκληρη η παρουσία της. Ζουμερά χείλη, τέλειες γωνίες προσώπου, αμυγδαλωτά πράσινα μάτια. Επιτέλους, εκείνη βρήκε αυτό που έψαχνε. Έβγαλε έξω το καινούριο iPhone της. Ξαφνικά, ο Τσάρλι δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να κλέψει. Κοίταξε το Rolex στον καρπό του. Έφερε το χέρι του ασυναίσθητα πίσω από την πλάτη του. «Είσαι εντάξει; Χλόμιασες». Η Κάρα τον κοιτούσε με περιέργεια. Ψυχολόγος ήταν, άλλωστε. Παρ’ όλα αυτά, της άρεσε ο τρόπος που κοκκίνιζε κάθε φορά που του απηύθυνε τον λόγο. «Όχι, είμαι εντάξει. Θες βοήθεια με τις αποσκευές σου;» Ο Τσάρλι την υπολόγιζε κάπου στα 25. «Όχι, ευχαριστώ!» Ο Τσάρλι σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Παράξενη έκπληξη στα μάτια της. Τον φοβόταν; Μπα, σιγά μην φοβόταν μια τόσο εξωτικά όμορφη και λεπτεπίλεπτη κοπέλα εκείνον... Όχι, εκείνη δεν πίστευε αυτό που αντίκριζε πίσω από τον εγγλέζο νεαρό. «Κάρα!» ακούστηκε να φωνάζει τώρα μια γυναικεία φωνή. Η Κάρα κοίταζε τώρα τη γυναίκα που φαινόταν να ήξερε καλά, με οικειότητα στα μάτια αλλά και έκπληξη. «Γεια σου, Τρίνα... τι κάνεις εσύ εδώ;» απάντησε η Κάρα με ένα προβληματισμένο ύφος. «Είχα έρθει στο νησί για διακοπές. Ξέρεις τώρα, να χαλαρώσω λίγο, να ξεφύγω από τη δουλειά» είπε η Τρίνα. «Έχω καιρό να σε δω στο πρακτορείο. Πού χάθηκες;» αποκρίθηκε η Τρίνα στην καστανόξανθη καλλονή. Πριν προλάβει να απαντήσει η Κάρα σε αυτήν την ερώτηση, ένα παιδάκι διέκοψε τη συζήτηση τους, δείχνοντας την Τρίνα με το δάχτυλο του και σχεδόν φωνάζοντας: «Μαμά, γιατί αυτή η κυρία είναι δίχρωμη;» Τότε, η μητέρα του παιδιού φανερά ντροπιασμένη απάντησε: «Μην δείχνεις αγόρι μου, δεν είναι ευγενικό» και το τράβηξε από το χέρι να προχωρήσει, μην δίνοντας άλλες διαστάσεις στο θέμα. Φεύγοντας, άρχισε να του εξηγεί τι ήταν η λεύκη. Η Τρίνα δεν φαινόταν τόσο χαρούμενη με αυτό που άκουσε, αλλά ούτε και ξαφνιασμένη. Το ήξερε ότι τους φαινόταν περίεργο το δέρμα της «Έλα τώρα, εσύ τα κατάφερες, είσαι μοντέλο. Νομίζω έχεις ξεπεράσει κάθε αμφιβολία ότι είσαι όμορφη. Αλλιώς, δεν θα ήσουν στο εξώφυλλο τόσων περιοδικών» είπε η Κάρα χωρίς ζήλια. Η Τρίνα απλώς σχολίασε «Ο καθένας είναι όμορφος με τον δικό του τρόπο» και συνέχισε χαμογελώντας «Τι έλεγες, λοιπόν;» «Α, ναι, λοιπόν, έχω αφοσιωθεί στην ψυχολογία τώρα τελευταία και μ’ αρέσει πιο πολύ τελικά από τις φωτογραφίσεις» Ο Τσάρλι είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Στεκόταν δίπλα σε δύο μοντέλα! Ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο ευγνώμων. «Καλά, τώρα, κι εσύ! Δεν μπορεί να μην σου λείπει ούτε λίγο. Δεν θυμάσαι πόσο καλά περνάγαμε μαζί; Γνωρίζαμε κόσμο, ήμασταν σαν αδερφές, θυμάσαι;» «Καλά, ναι.... ήταν τιμή μου να είμαι η «αδελφή» σου, η σκιά σου. Κι όσο για τον κόσμο που γνωρίζαμε, άστο καλύτερα...» Τότε ακούστηκε μια ανυπόμονη αντρική φωνή να τις διακόπτει: «Συγγνώμη, μήπως ξέρετε τι ώρα είναι;» ο Τσάρλι γύρισε και κοίταξε αυτόν που είχε μιλήσει. Μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια, γεροδεμένος με κολάν και μια κολλητή μπλούζα. «Ωραία ρούχα!» μουρμούρισε ο Τσάρλι, την ίδια ώρα που η Τρίνα απαντούσε κοιτώντας το ρολόι της «12.15». «Ευχαριστώ!» «Γιατί, άργησες για το μανικιούρ σου;» ρώτησε όλο χλευασμό ο Τσάρλι. «Μπα, για το πεντικιούρ μου». «Αλήθεια; Δεν ήξερα ότι οι ομοφυλόφιλοι πρέπει να κάνουν πεντικιούρ. Νόμιζα ότι τα πόδια τους είναι εκ-γενετής ωραία». «Από όσο έχω ακούσει, δεν είναι εκ γενετής ωραία και δεν είμαι ομοφυλόφιλος. Είμαι απλά χορευτής». «Ναι, ε;» ρώτησε ο Τσάρλι κοιτάζοντας έντονα τα ρούχα του. «Μπαλαρίνος, λοιπόν;» είπε μέσα στα γέλια ο Τσάρλι. Πριν προλάβει, όμως, να του απαντήσει ο χορευτής, μπήκε στη συζήτηση η Κάρα. «Έλα, Τσάρλι! Το μπαλέτο δεν είναι μόνο για γυναίκες. Μάλιστα, οι καλύτεροι χορευτές είναι άντρες. Και επίσης οι ομοφυλόφιλοι δεν είναι απαραίτητα κακοί ή γελοίοι» συμπλήρωσε η Κάρα και, γυρνώντας προς τον χορευτή ρώτησε: «Πώς σε λένε;» «Κάρλος και είμαι από τη Βραζιλία». «Μμμ, Βραζιλία. Πάντα ήθελα να πάω. Εγώ είμαι η Κάρα και είμαι από την Αργεντινή, η Τρίνα από την Ιταλία και ο Τσάρλι από την Αγγλία» πριν ο Κάρλος προλάβει να σχολιάσει, ακούστηκε μια φωνή από τα μεγάφωνα: «Παρακαλώ, όλοι οι επιβάτες με πτήση για Παρίσι στις 12.45 να πάνε στη πύλη Β1». «Α, αυτή είναι η πτήση μου. Χάρηκα για τη γνωριμία, Τρίνα, Κάρα!» και με φανερή αντιπάθεια στο τέλος ένευσε και στον Τσάρλι και έφυγε. «Αυτό είχε πλάκα!» σχολίασε ο Τσάρλι γελώντας, όταν ο Κάρλος ήταν αρκετές δρασκελιές μακριά. Στράφηκε στις κοπέλες. Η Κάρα τον κοιτούσε και το βλέμμα της όχι απλώς τον άγγιζε, τον διαπερνούσε, τον τρύπαγε. Είχε απογοητεύσει τους γύρω του ξανά. Ξανά και ξανά. Μα έτσι ήταν. Από την άλλη, και με ξεκάθαρη την αλλαγή διάθεσης στο πρόσωπο της, η Κάρα σκεφτόταν διάφορα. Τον Τσάρλι, κυρίως. Πόσο ρηχά και ανώριμα, σχεδόν παιδιάστικα, φέρθηκε σε κάποιον που ασχολείται με τον χορό. Το κλεμμένο ρολόι τώρα στεκόταν ανάλαφρα στον καρπό του, σαν να την περιγελούσε για τον οίκτο της. «Τσάρλι Φιλντ;» Η μπάσα φωνή έπιασε τον Τσάρλι απ’ τον ώμο. Είχε μια ψεύτικη προφορά, προφανώς κακό επίπεδο αγγλικών. Εκείνος απλώς γύρισε και ξαφνιάστηκε. Το ρολόι κρύφτηκε πίσω από τη μέση, σέρνοντας μαζί του έναν κοκκαλιάρικο καρπό. «Συλλαμβάνεσαι!» «Για ποιο πράγμα;» Ήξερε τι έκανε. Το είχε ξανακάνει. Είχε γλιτώσει. «Για κλοπή εντός του χώρου του αεροδρομίου, κύριε Ντομπρέβιτς.» Ο Άλεξ, εμφανίστηκε αθόρυβα πίσω από τον αστυνομικό, και ο Τσάρλι πάγωσε. Όλοι τριγύρω είχαν παγώσει. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οιτραπεζίτες της Τρίνας, που βασάνιζαν δίχως έλεος μια τσίχλα φράουλα. «Λοιπόν, στο τμήμα!» Κάποιοι άρχισαν να κουτσομπολεύουν, μόλις ακούστηκαν να κλείνουν οι χειροπέδες. «Μα αυτό είναι αδικία!» Η προφορά του Τσάρλι είχε αλλάξει. Ίσως να προσπαθούσε να τονίσει τη βρετανική καταγωγή του, ή ίσως πάλι να μην είχε τι να πει. «Είναι δυνατόν; Πιστεύετε έναν Γεωργιανό; Από πότε, κύριοι, οι Γεωργιανοί μπορούν να κατηγορούν έναν Εγγλέζο;» Ο Άλεξ κοιτούσε τον Τσάρλι. Όπως όλοι. «Και εσύ, Κάρα; Δεν μιλάς; Αλλά τι να πει μια τρελή;» Μικρή σιωπή. Ο Τσάρλι αντιστέκεται και συνεχίζει. «Τρίνα; Τι έγινε; Ντρέπεσαι να μιλήσεις; Προφανώς, έτσι που είσαι!» Ο αστυνομικός τον τραβούσε. «Και εσύ βρωμιάρη;» Γύρισε στον Άλεξ. «Θα ’πρεπε να ντρέπεσαι, μ’ ακούς; Να ντρέπεσαι!» Και ο Τσάρλι μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε. Μέχρι που τον κατάπιε η σιωπή.
Βίκυ Ανδριοπούλου, Ευγενία Αραβώση, Χριστίνα Αχλιόπτα, Γιάννης Γιαννακός, Εργίνα Γεωργίου, Στέλλα Ζαφείρη, Ακριβή Λιόση, Αναστασία Μπέσια, Φρατζέσκα Φραγκιάδη