Περί της αγριότητας των λύκων και των ανθρώπων
(μια φιλία παράξενη και προβληματισμοί πάνω σε μια ρήση του Μενέλαου Λουντέμη)
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι» Μενέλαος Λουντέμης, Οδός Αβύσσου Αριθμός 0
Η ΚΑΤΑΠΡΑΣΙΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ που βρίσκεται κοντά στο χωριό μου, διαθέτει ένα τοπίο που σε καθηλώνει, με έναν από τους πλουσιότερους δρυμούς με μεγάλη ποικιλία δέντρων, τεράστιους γκρεμούς, κρυστάλλινα, ορμητικά ρέματα, εναλλαγές στη θερμοκρασία και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πανίδες στον Ελλαδικό χώρο.
Εκεί, σε μια μαγική ενότητα με την άγρια φύση, γνώρισα πέρυσι το καλοκαίρι την αρκούδα, το ζαρκάδι, την αλεπού, τον αγριόγατο, τον ασβό και είδα για πρώτη φορά τον κολλητό μου φίλο, τον λύκο. Στην αρχή – για να είμαι πιο ακριβής – τον άκουσα. Κι ήταν το ουρλιαχτό του ο πιο συναρπαστικός και ανατριχιαστικός ήχος της φύσης. Άλλοι λένε πως είναι η ανακοίνωση κάποιας επιτυχίας. Άλλοι πως είναι θρήνος, γιατί πέθανε ένα μέλος της αγέλης. Εγώ το εισέπραξα σαν μια προσπάθεια επικοινωνίας. Κι ύστερα τον είδα ακίνητο, πολύ κοντά μου, μεγαλόπρεπο μέσα στο πυκνό του τρίχωμα. Τα μάτια του λοξά και λαμπερά, το κεφάλι του κάπως δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το λεπτό αλλά εύρωστο σώμα του και τα σαγόνια του οπλισμένα με κοφτερούς, αστραφτερούς κυνόδοντες. Αναμετρηθήκαμε. Στο βλέμμα, στην κραυγή, στον φόβο. Δεν είμαι ατρόμητος. Φοβήθηκα. Αλλά ένιωσα ότι φοβήθηκε και το αγρίμι. Γιατί και ο λύκος φοβάται τον άνθρωπο που τον κυνηγάει και έχει βαλθεί να τον εξολοθρεύσει. Στην πραγματικότητα, ο λύκος δέχεται απείρως πιο ανελέητο κυνήγι από αυτό που κάνει ο ίδιος. Στεκόμουν με παγωμένο το αίμα στις φλέβες μου για κάποια λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες, χωρίς ανάσα, για να διαπιστώσω έκπληκτος ότι ο λύκος περήφανος κι αγέρωχος δεν είχε διάθεση να μου επιτεθεί. Πρώτος αυτός μου γύρισε την πλάτη και έφυγε με ένα περπάτημα που ήταν σίγουρα επίδειξη της δύναμής του. Εγώ, όμως, το ερμήνευσα ως πρόταση φιλίας. Τις επόμενες μέρες δεν τόλμησα να πλησιάσω. Τον κοίταζα κρυφά πίσω από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων. Είδα την παρέα του, την αγέλη και θαύμασα την ομαδικότητα και την αλληλεγγύη που υπήρχε σε αυτή. Η αγέλη είναι μια οργανωμένη κοινωνία και κάθε μέλος προστατεύει το άλλο από τους ενδεχόμενους κινδύνους. Ο φίλος μου ήταν ο αρχηγός, όλοι τον υπάκουαν, τον σέβονταν και τον ακολουθούσαν. Μου έκανε εντύπωση πόσο έξυπνα ξεγελούσαν τα θηράματά τους, πόσο ήξεραν να επιβιώνουν στις διαφορετικές καιρικές συνθήκες, πόσο πάλευαν ενάντια στους νόμους της φύσης, για να κατακτήσουν τη λεία τους και πόσο θαρραλέα διεκδικούσαν το δικαίωμα στην επιβίωση. Μέσα στο βαρύ χειμώνα που ακολούθησε και η τροφή τους ήταν λιγοστή, είδα τον φίλο μου να λιμοκτονεί, να ψάχνει απεγνωσμένα να φάει. Μου φάνηκε λογικό το ότι κυνηγούσε με λύσσα το θήραμά του. Σκεφτόμουν πως κι ο άνθρωπος σε αντίστοιχες συνθήκες πείνας και κρύου θα μπορούσε να γίνει αιμοδιψής και σαρκοβόρος. Aναλογιζόμουν ότι και ο λύκος μπορεί να με φοβόταν όσο και γω αυτόν. Σίγουρα φοβόταν τους κυνηγούς, που ήθελαν να τον σκοτώσουν. Βρήκα ένα παρατηρητήριο και προσπαθούσα, με όση ασφάλεια γινόταν, να παρατηρώ από μακριά τα αγρίμια. Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν στην καρδιά του βασιλείου του λύκου και ήθελα να τον πείσω ότι δεν ήθελα το κακό του, αφού πρώτα είχα πειστεί κι εγώ ότι ούτε αυτός ήθελε το δικό μου. Κάποτε βρήκα τα χνάρια του, τα ακολούθησα και έφτασα στη φωλιά του. Ο λύκος με είδε, με κοίταξε με αυτό το διαπεραστικό βλέμμα, που θα θυμάμαι για πάντα, με αναγνώρισε και για δεύτερη φορά δεν έκανε επιθετική κίνηση προς το μέρος μου. Στη φωλιά υπήρχαν μικρά λυκάκια που έπαιζαν και η λύκαινα που τα φρόντιζε με την ίδια τρυφερότητα που κάθε μάνα φροντίζει τα παιδιά της. Το ήρεμο παιχνίδι το διαδέχτηκε έντονη ταραχή, όταν από μακριά ακούστηκαν κυνηγετικά σκάγια. Το λυκάκι σταμάτησε να μασουλάει την ουρά του αδελφού του και έτρεξε κατατρομαγμένο προς το δάσος, ενώ η άγρια γαλήνη σχίστηκε από το μακρόσυρτο ουρλιαχτό της λύκαινας, που ξεχύθηκε πίσω από το μικρό της. Ήμουν πεπεισμένος πως στη μυστηριώδη και άγρια κοιλάδα είχα γνωρίσει ένα από τα πιο ελεύθερα, έξυπνα και περήφανα ζώα. Σε πείσμα όλων των ιστοριών που κυκλοφορούν για κακούς λύκους, εγώ συνάντησα μια ευγενική οικογένεια, γεμάτη θάρρος και αξιοπρέπεια, που αγωνιζόταν να θρέψει και να προστατεύσει τα μικρά της. Είχα καταλάβει πως ο λύκος σκοτώνει μόνο όταν πεινάει. Τότε μόνο εκδηλώνεται η απληστία του, ενώ ίσως οι άνθρωποι σκοτώνουν και για πολλούς άλλους λόγους. Και αντίθετα με τους ανθρώπους, ποτέ δεν είδα τον λύκο να χτυπάει τη λεία του από πίσω, πάντα ορμούσε και επιτίθονταν κατά μέτωπο. Μερικές φορές ο λύκος έτρωγε πρόβατα και οι κτηνοτρόφοι δικαίως διαμαρτύρονταν. Δεν θα έπρεπε, όμως, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και η πολιτεία να φροντίζουν για την ειρηνική συνύπαρξη του λύκου με τον άνθρωπο, να δημιουργούν περιφράξεις για να προστατεύουν τα ζώα και να δίνουν έγκαιρες αποζημιώσεις, πριν φτάσουν να κατηγορούν για βαρβαρότητα τους λύκους; Μην ξεχνάμε ότι η ύπαρξη των λύκων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το δασικό οικοσύστημα και χωρίς αυτούς τα δάση χάνουν την ομορφιά τους και το οικοσύστημα την ευαίσθητη ισορροπία του. Εκείνο το βράδυ διάβασα την ιστορία του Ρώμου και του Ρωμύλου που τους μεγάλωσε με το γάλα της μια λύκαινα. Ήξερα κι άλλες ιστορίες ανθρώπων, που έζησαν ανάμεσα σε λύκους και αυτοί δεν τους πείραξαν, αντίθετα τους φέρθηκαν με απαράμιλλη τρυφερότητα. Μου φαινόταν, λοιπόν, άδικος ο χαρακτηρισμός του κακού, που απέδιδαν στο αγαπημένο μου ζώο τα παραμύθια που διάβαζα μικρός. Με το πέρασμα του χρόνου αναγνώρισα τη σημασία των κραυγών των λύκων, τα μηνύματα της χαράς, του φόβου, της άγριας κατάκτησης, της νίκης και του θρήνου. Μια μέρα με πολύ κρύο, που πίστευα ότι ο φίλος μου θα πεινάει, άφησα στο μονοπάτι του ψωμί. Η προσφορά μου αγνοήθηκε επιδεικτικά. Ο φίλος μου ήταν περήφανος και αυτάρκης. Θα αγωνιζόταν μόνος, σύμφωνα με τους δικούς του απαράβατους νόμους, να επιβιώσει. Καθώς ερχόμουν σε επαφή μαζί του, διαπίστωνα πως και τα αγρίμια έχουν κώδικες τιμής και αξιοπρέπειας. Σιγά-σιγά η επαφή μας, έστω και από κάποια απόσταση, γινόταν πιο ζεστή. Έπαψα να τον φοβάμαι, κατάλαβα ότι με θεωρούσε φίλο του, γιατί κάθε φορά που με έβλεπε μου χάριζε το λαμπερό και διεισδυτικό βλέμμα του και ποτέ δεν ένιωσα εχθρότητα και κακοβουλία από μέρους του. Μέσα στο βουνό ανακάλυψα και τους τρόπους που έχουν οι άνθρωποι να εξοντώνουν τους λύκους, τα δόκανα και τις φόλες.Τα θεώρησα ύπουλα και πλάγια μέσα. Αλλά και με ελικόπτερα, με πλήρωμα που παραμονεύει από ψηλά και τον κυνηγάει, ώσπου πολλές φορές το ζώο σκάει και ψοφάει από την τρεχάλα, προτού καν το χτυπήσουν τα βόλια του κυνηγού. Στην καρδιά εκείνου του χειμώνα υπήρχε μεγάλη αναστάτωση στο χωριό. Σύμφωνα με μαρτυρίες των κυνηγών, ο λύκος κατασπάραζε όλα τα θηράματα, τα ελάφια και τους λαγούς και οι κυνηγοί θεωρούσαν αυτά τα θηράματα κατά κάποιον τρόπο δικά τους. Έπρεπε άμεσα να ληφθούν μέτρα για την εξόντωση των λύκων και μάλιστα θα υπήρχε και αμοιβή ανάλογη με την επιτυχία και το θάρρος του γενναίου κυνηγού. Η αγέλη αναστατώθηκε. Στο συμβούλιο που ακολούθησε, οι λύκοι αποφάσισαν να απομακρυνθούν γρήγορα από την περιοχή, με τον κίνδυνο ότι στο νέο μέρος που θα μετανάστευαν, υπήρχε πιθανότητα να μην έβρισκαν εύκολα τροφή. Έπρεπε να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και να ανακτήσουν το δικαίωμα στη ζωή. Αρκεί να προλάβαιναν… Στην πλατεία του χωριού, λίγες μέρες αργότερα, γίνονταν πανηγυρισμοί. Μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης ευθυμίας, με τραγούδια και χορούς, οι χαρούμενοι κάτοικοι γιόρταζαν τον θάνατο ενός λύκου. Ξαπλωμένο και αιμόφυρτο, ανίκανο πια να δείξει πόσο δυνατός κάποτε υπήρξε, αντίκρυσα για τελευταία φορά τον φίλο μου. Το κρασί έρεε άφθονο και οι περισσότεροι ζητωκραύγαζαν, γιατί κατάφεραν να εξολοθρεύσουν το αγρίμι που απειλούσε τα θηράματα, που ούτως ή άλλως θα σκότωναν αυτοί. Όπως και την πρώτη φορά, που τον συνάντησα, περίμενα από μακριά να ακούσω το ουρλιαχτό των άλλων λύκων, που θα θρηνούσαν για την απώλειά του. Έναν παρόμοιο ήχο με κείνον που άφησε ο λύκος τη στιγμή της πρώτης μας γνωριμίας. Εκείνο τον ήχο που θα τον ταύτιζα σε όλη μου τη ζωή με δύναμη, ελευθερία ή και με επιβράβευση ενός άνισου αγώνα για την επιβίωση. Μάταια περίμενα εκείνο το βράδυ, που γιορταζόταν η εξολόθρευση ενός φίλου, να διακρίνω το ουρλιαχτό των λύκων. Εκείνο το βράδυ οι λύκοι σώπαιναν. Και ήταν η σιωπή τους ακόμα πιο ανατριχιαστική από την κραυγή τους. Μια σιωπή πιο δυνατή από τον προσωπικό μου θρήνο για την απώλεια του φίλου μου, του δικού μου λύκου, που ήταν πολύ διαφορετικός από τον λύκο των παραμυθιών. Ήταν μια πένθιμη σιωπή, πολύ πιο εύγλωττη από τα τραγούδια και τον άγριο θρίαμβο των χωρικών. Μια ησυχία που με δίδαξε ότι υπάρχουν φορές που οι άνθρωποι γίνονται πιο βάρβαροι από τους λύκους.
ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ Βραβείο στον Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Διηγήματος