top of page

Η φιγούρα της βροχής


ΗΤΑΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑ. Νύχτωνε και όλοι μαζεύονταν με βιαστικά βήματα στα σπίτια τους. Κάποιοι συνέχιζαν τη βόλτα τους αμέριμνοι και άλλοι με μάτια βαριά σαν σκούρα σύννεφα αγανακτούσαν κάθε φορά που έπεφταν πάνω σε κόκκινο φανάρι. Βράδιαζε και άρχιζε να ψιχαλίζει. Κι έμοιαζαν τα λιγοστά φώτα του δρόμου με ψηφίδες που έντυναν τα πέτρινα σπίτια. Κάθισα δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, κάθισα δίπλα στη βροχή. Απλώνω το χέρι μου να σπρώξω τα πατζούρια που από τις ανυπόμονες κι επίμονες σπρωξιές είχαν ξεχαρβαλωθεί, εδώ και πολύ καιρό. Δεν έκανα τον κόπο να τα φτιάξω, αφήνω κάτι βράδια ο ήχος της βροχής να θροΐζει στο δωμάτιο σαν ένα τσούρμο χρυσαλίδες. Χρυσαλίδες ανάλαφρες, μελωδικές που αχνοφαίνονται στην κουρτινούλα πλάι στην κάμαρα όταν η λάμπα είναι αναμμένη. Σαν βιαστικοί περαστικοί βαδίζουν, τρέχουν κι ύστερα σβήνουν. Πλησιάζω κι άλλο στο παράθυρο. Μυρίζει ο βασιλικός, μυρίζει κι η βροχή που χρυσίζει στο φως των αμαξιών. Μια φιγούρα με διέκοψε, περνώντας ξυστά μπροστά απ’ το παράθυρό μου. Σέρνει τα βήματά της, τη σπασμένη ομπρέλα της και ένα τσίγκινο καροτσάκι που τόσο ταιριαστά με τη βροχή ηχούσε. Γύρισε, με κοίταξε. Κι έφυγε. Άφησα το παράθυρο ανοιχτό, έτρεξα πίσω της, της έδωσα την ομπρέλα μου. Μια ομπρέλα που είχε χρώματα σαν της βροχής. Γκρίζο, σκούρο μπλε, βαθύ πράσινο, άσπρο. Κάθε φορά στρέφοντάς την στον ουρανό, την άνοιγα κόντρα στη βροχή κι άκουγα τη μουσική της που με αγκάλιαζε και που πολλές φορές μου ερχόταν κι εμένα να αγκαλιάσω. Η γυναίκα, μου χαμογέλασε σκύβοντας τα μάτια, πήρε την ομπρέλα χωρίς να την ανοίξει και διστακτικά συνέχισε να ανηφορίζει το πέτρινο δρομάκι. Το καροτσάκι που ακούραστα τραβούσε, συνέχιζε να τρίζει κι η παλιά της σπασμένη ομπρέλα σερνόταν ακόμη στο πλάι της. Γύρισα κι εγώ το βλέμμα μου, ανέβηκα τα σκαλιά του σπιτιού μου και έμεινα εκεί για κάμποση ώρα. Στο κατώφλι στεκόμουν, χωρίς ομπρέλα. Άφησα τη βροχή να με αγκαλιάσει, την αγκάλιασα κι εγώ. Η ώρα θα ήταν μάλλον περασμένη, ο ουρανός σκούραινε κι εγώ στεκόμουν ακόμη εκεί, ανάλαφρα, ανάμεσα στα βρεγμένα φύλλα. Με ένα κοντομάνικο κι ένα λινό παντελόνι. Ήταν ακόμη Σεπτέμβρης…


ΣΟΦΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ Διάκριση – 3ος διαγωνισμός συντόμου διηγήματος από το Eyelands & τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες

bottom of page