Σήμερα είναι Τρίτη...
Μια ξεχωριστή σταγόνα λογοτεχνίας από την πρώην μαθήτρια του σχολείου μας Μαριλένα Αβραάμ Ρέπα
Τις Τρίτες συνήθως. Μερικές φορές και τις Πέμπτες- ναι, σίγουρα- αλλά κυρίως τις Τρίτες. Όχι τόσο για φαγητό- τ’ απένταρα στομάχια αντέχουν ακόμα την ξενυχτισμένη αφαγία, αυτά χορταίνουν και με λόγια του αέρα. Και του έρωτα. Περισσότερο για τσίπουρο- δυνατό εχέγγυο για τις παράλογες βραδιές που απαιτούν συννεφιασμένες συνειδήσεις. Τις Τρίτες λοιπόν, ως συνήθως. Στο μικρό μπιστρό, με τα καλογυαλισμένα του πλακάκια σε μια συνεχιζόμενη, υπνωτιστική άσπρη και μαύρη αλληλουχία που θυμίζει μισοτελειωμένη παρτίδα σκάκι. Ή ντόμινο. Παιχνίδι πάντως- όπως και να ‘χει.
Μέσα από τα κεντητά κουρτινάκια σε ένα γαριασμένο και αμφίβολο μπεζ, το χλωμό απογευματινό φως μπαίνει λάθρα- σαν μνήμη θολή, αβέβαιη. Τα μικρά τραπεζάκια στριμώχνονται κοντά- κοντά, έτσι που σ’ αφήνουν σχεδόν να υποπτεύεσαι τις ζωές τις ξένες. Για θέρμανση παραπανίσια ούτε λόγος. Αρκούν οι ανάσες, οι καυτές, που μυρίζουν φτηνό αλκοόλ και τσίχλα φράουλα. Ή μέντα. Το ίδιο κάνει. Στην τσίχλα θα τα χαλάσουμε;
Και ύστερα, ο ήχος από τα παγάκια που χτυπούν μέσα στα ποτήρια. Ένας ήχος είναι αυτός κρυστάλλινος, διαυγής- που δύσκολα ξεχνιέται. Είναι βέβαια και τ’ αρώματα- ανάκατα, μπερδεμένα, γαργαλιστικά... Σαν τη μουσική που παίζει παιχνίδια ύπουλα στις άγουρες καρδιές∙ πότε σε ύφος μποέμ, παραπονιάρικο, με μια διάθεση γλυκιάς παρακμής που εύκολα ανέχεσαι ακόμα, πότε σε ξέφρενους ρυθμούς μιας νέας εποχής που ζητά πολλά- πάρα πολλά- από τους άμαθους ακροατές της. Τζαζ, μπλουζ, και ηλεκτρονικά τερτίπια∙ όλα αυτά που συνηθίζουν ν’ αποζητούν οι περαστικοί και οι θαμώνες, σ’ ένα μικρό μπιστρό, κάπου στο κέντρο της πόλης.
Eίναι βέβαια και η πόλη ετούτη παράξενη από μόνη της- για να λέμε την αλήθεια έξω από τα δόντια. Ειδικά άμα περπατάς στο κέντρο, εκεί γύρω στην ώρα που σουρουπώνει, άνοιξη, που το τρενάρει και λίγο, καταλαβαίνεις το γλυκόπικρο. Σχεδόν συναίσθημα, σχεδόν ένστικτο. Κάτι στο ενδιάμεσο∙ σαν ρευστό, σαν μεταβλητό, σαν ασταθές.
Η πόλη στο κέντρο της, είναι -στην πράξη- μια πόλη ενδιαφέρουσα. Λίγο μουντή, λίγο ασθενική, πολυσύχναστη, απαράβατα πολύβουη. Λίγο απ’ όλα σε τελική ανάλυση∙ σάμπως για να μην βαριέσαι, άμα δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις. Μικρά κακοφωτισμένα στενά, λιγδερές πλατείες, κόρνες, χαντάκια και λασπόνερα, σκόρπια πέταλα από λουλούδια ξεμαλλιασμένα...
Και είναι πράγματι ωραία η πόλη, μες την ασχήμια της. Σαν κρίση, σαν ανάγκη έκτακτη και επιτακτική. Σε κάνει πότε - πότε να αναπολείς∙ τα χρόνια που περάσανε, και φύγανε και βάρυναν στο στήθος, σαν βαθιά χαρακιά, ανεξίτηλη. Τι να πεις και τι να ξεχάσεις; Όλα τα καλά και τα μίζερα, χρόνια του ήλιου και της βροχής, δικά σου χρόνια. Και της πόλης.
Μια πόλη γριά είναι ετούτη, που κουβαλάει στην καμπούρα της τόσα και τόσα «αχ». Του πόλεμου και της χαράς, της ξενητιάς, του γυρισμού, της μοναξιάς... Και του έρωτα. Εκείνου περισσότερο. Σαν μαράζι. Σαν επιδημία.
Τι να ‘λεγε, άραγες, η πόλη άμα είχε φωνή; Κάτι σαν «αχ». ΄Ετσι νομίζω. Σαν βάρος ασήκωτο. Σαν στεναγμός.
Τι να πεις... Περίεγο πράγμα η πόλη. Περίεργα και όσα γίνονται εντός της. Σαν μήτρα σπλαχνική που θρέφει κάθε λογής ανάσα∙ κάποτε παρασιτική, κάποτε γενναιόδωρη, πνευματώδη, φιλόδοξη. Κάπως έτσι. Και μέσα σ’ όλα αυτά ο έρωτας. Ναι, εκείνος. Θέλω να πω, μέσα μας. Πού αλλού; Και στην πόλη.
Πώς να ΄ναι άραγε να τα χαζεύεις όλα αυτά από μιαν απόσταση δεδομένη; Σαν παρατήρηση, σαν αποστασιοποίηση, σαν στωικότητα; Χιλιάδες μάτια να αποζητούν μιαν ανταπόκριση; Χιλιάδες δάχτυλα να γυρεύουν μια παλάμη ανοιχτή; Λίγο σαν ζητιανιά μου ακούγεται, λίγο σαν κρίση. Μερικά «αντίο», μερικά «καλώς ήρθες». Ταυτόχρονα. Συγχρονισμένα. Σαν παράφωνο τραγούδι. Όμορφη παραφωνία. Μα παράφωνη. Για την πόλη. Και τα παιδιά της.
Μεγαλώνουμε, ξεχνάμε, θυμόμαστε, μαθαίνουμε, συμμορφωνόμαστε, καταρρέουμε, αναζητούμε.... Ίσως εκείνο να μετράει τελικά. Το τελευταίο. Ίσως εκείνο να ΄ναι που κρατά τη ψυχή σ’ απόσταση αναπνοής- δυο σπιθαμές μονάχα μακριά από το βέβαιο χαμό. Την λες ελπίδα. Την λέω προσδοκία. Την λένε κάποτε και ματαιότητα. Μπορεί. Ας το πούμε έρωτα- τίμια λόγια, μπέσα. Και θα ‘μαστε μέσα.
Ξέρεις, σκέφτομαι πως ίσως και να γελάς στα κρυφά με τούτα τα καμώματα. Τις λέξεις, εννοώ, που μοιάζουν γλυκανάλατες. Μα δεν σου λέω ψέματα. Ίσως να υπερβάλλω λίγο, ίσως να φταίει ετούτο το μπιστρό, το παράφορα νοσταλγικό σε βαθμό κακουργηματικού ρομαντισμού. Όμως ψέματα δεν λέω. Στο βάθος, στο μεδούλι, σαν πιάσεις κόκαλο, έρωτας είναι η ζωή που ΄ναι καλή και αξιοπρεπής και ανεκτή.
Το ζευγάρι απέναντί μου παραγγέλνει τώρα άλλο ένα καραφάκι. Θα μεθύσουν, σκέφτομαι, και ύστερα το μετανιώνω. Σάμπως και να μεθύσουνε τι θα γίνει;... Αυτό συμβαίνει συχνά τώρα τελευταία. Έτσι μαθαίνω από δω και από κει. Θέλω να πω: Τα ζευγαράκια, η γρήγορη μέθη, η εύκολη Τρίτη- σαν σήμερα καλή ώρα- η δύσκολη νηφαλιότητα. Ναι, τα ξέρω για την κρίση, μην τα λέμε ξανά και ξανά κάθε φορά.... Μα τα λέμε τελικά. Ίσως γιατί αυτή είναι η ζωή μας πια∙ δύσκολη, μεθυσμένη, αμήχανη. Ή, ίσως, γιατί δεν έχουμε πια και τίποτα άλλο να πούμε.
Ο σερβιτόρος, πίσω μου, γελάει τώρα ηχηρά. Κάποιο αστείο που αξίζει να ακούσω; Ίσως απλά ένας κρυφός χλευασμός. Όπως και να ‘χει, ο σερβιτόρος αυτός δεν είναι ο ίδιος με της περασμένης Τρίτης. «Ανεργία», ξεστομίζει οργισμένα η κοπέλα στα δεξιά μου, και διαβλέπω τα ίχνη μιας επερχόμενης αψιμαχίας. «Ανταλλαξιμότητα», ψιθυρίζω, και πνίγομαι από το ίδιο μου το σάλιο. Όχι, μη μου ζητάς να το επαναλάβω πιο δυνατά. Κάνε σαν να μην το άκουσες ποτέ...
«Μ’ αγαπάς;». Ρωτάει- κάποιος άλλος. Δίπλα μου, πίσω μου, τριγύρω; Άγνωστο. Πάντως είναι σίγουρα κάποιος άλλος. Στα ηχεία τώρα τρεμοπαίζει μια φτηνή διασκευή ενός πολύ παλιού, πολύ μελό, πολύ... πολύ, τέλος πάντων, τραγουδιού. Το cd κολλάει διαρκώς, παίρνει γρήγορες στροφές, σβήνει τις αμήχανες σιωπές και τις δύσκολες λέξεις. Και έτσι, με πρόφαση τα φάλτσα εκείνα- τα αναπόφευκτα- μου πιάνεις λίγο σφιχτότερα το χέρι μέσα στο δικό σου- το μόνιμα παγωμένο. Ίσως βέβαια και να κάνω λάθος. Ίσως να φταίει η αφή μου.
Και κάπου εκεί, σαν αιφνιδιασμός ή πρόχειρη ανακωχή, μπαίνει στο μαγαζί εκείνος. Ανακουφισμένη, ξεφυσάω μια τίμια τουλούπα καπνού, και πίνω την τελευταία γουλιά από το τσίπουρο- το κερασμένο, του μαγαζιού.
Δειλός, ντροπαλός και παράφορα παλιομοδήτης, χαιρετά πρώτα το αφεντικό- κάθε φορά το κάνει αυτό, σαν από τάμα, ψυχαναγκασμό ή παρωχημένη ευγένεια- και ύστερα τον κόσμο∙ γνωστό και άγνωστο. Παλιά ερχόταν μαζί με μια κοπέλα, πάνω - κάτω στα 20. Εκείνη τραγουδούσε ξεχασμένα μινόρε και μπαλάντες και ελαφρολαϊκά. Έπειτα, κάποια Τρίτη του Χειμώνα, δεν ξαναήρθε. Και από τότε, Τρίτη την Τρίτη, εκείνος έρχεται μόνος του, με συντροφιά το ακορντεόν του.
«Ένας κόμπος η χαρά μου», σιγοψιθυρίζεις, ή έτσι μου φάνηκε;
Τον χαζεύω έτσι που ανοιγοκλείνει το ακορντεόν του, με το φθαρμένο καπελάκι του, το σακάκι του σε μια αποτυχημένη απομίμηση σκοτσέζικου καρό, τα γλυκά καστανά του μάτια, τις αναπόφευκτες ριτίδες του, τη σθεναρή του αντίσταση- στο χρόνο, και τη φθορά. Οι φλόγες από τα κεριά που καίνε διάσπαρτα στα τραπέζια, τρεμοπαίζουν τώρα και κείνες, σαν από σεβασμό στη ζωή που επιμένει. «Μάταια», ακούω μιαν άγνωστη φωνή. «Θαρρετά», ξεστομίζω θυμωμένα.
«Ένας κόμπος η χαρά μας», τραγουδούν τώρα όλοι οι θαμώνες, συντονισμένοι σε κείνον τον αδιόρατο παλμό που έχει η καρδιά σαν μετριέται με τ’ άγνωστο. Καταπίνω αμήχανα, και γεύομαι την υφάλμυρη γεύση που συνήθως έχουν τα δάκρυα- άμα τα καταπίνεις. Με κοιτάς νομίζω, αλλά κάνω ότι δεν σε βλέπω. Όχι από ντροπή... Πιο πολύ από σεβασμό. Στο ακορντεόν εννοώ.
«Ένας κόμπος η χαρά μου», τραγουδάει τώρα και κείνος, συντροφεύοντας γλυκά το ακορντεόν του. Η ματιά του θολή, στραμμένη κάπου μέσα, σ’ ένα βάθος άγνωστο και καθηλωτικό. «Ένας κόμπος η χαρά μου», τραγουδάει τώρα και κείνος, μετρώντας τα χρόνια που άφησε ξωπίσω, και τις Τρίτες εκείνες που ‘φυγαν οριστικά και πίσω δεν γυρνάνε.
Και κάπου εκεί αναστατώνομαι. Σαν από επιφοίτηση, σαν από το παράδειγμά του – το κραυγαλέο, το ‘προς μίμησην’. Ποια κρίση και ποια ατυχία; Ποια μοίρα άδικη και ποιος κακός ντουνιάς, συλλογίζομαι σιωπηρά, και αποζητώ απελπισμένα λίγο ακόμα αλκοόλ. Ποιος έρωτας ανέφικτος και ποια πόλη που τρώει τα παιδιά της; Ποιος δύσκολος καιρός και κακορίζικο μερτικό, ποια ανεργία και ποια κατάντια, ποια μίση, ποια έχθρα, ποια εξαθλίωση, ποια τρέλα και ποια δάνεια; Ποιοι ισολογισμοί και παραλογισμοί, ποιοι υπολογισμοί, ποιος φόρος, ποιος κατήφορος, ποια χρέη και ποιοι χρεωμένοι∙ έρωτες κι άνθρωποι και λόγια.
«Σαν υπάρχει ακόμα ακορντεόν, υπάρχει σωτηρία», φωνάζω στην υγειά μας, και πετώ ένα κέρμα στο τριμμένο, παλιομοδήτικο καπελάκι του. «Στον έρωτα», ψιθυρίζει εκείνος πονηρά, και μου κλείνει το μάτι. Σαν να ‘ναι εκείνος που τελικά μας κρατά σε απόσταση αναπνοής- μια σπιθαμή μονάχα από το βέβαιο χαμό. Ο έρωτας, κι ένα δειλό μινόρε που παίζει ακούραστα κάποιο παλιό ακορντεόν. Στο κέντρο της πόλης, κάθε Τρίτη- ή Πέμπτη-, στο παλιό μπιστρό.
ΠΗΓΗ: ARTDROP - Σταγόνες λογοτεχνίας (http://artdrop.net/index.php/el/artdrops/232-repa)