Μοιρασμένα Χαρτιά
Kαμιά φορά, η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια. Η μοίρα ή η τύχη; Δεν έχει σημασία. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, το επόμενό του βήμα. Κάθε μέρα είναι μια νέα πρόκληση, μια νέα αρχή. Το θέμα είναι, εσύ τι επιλέγεις! Ή θα παίξεις με τους κανόνες ή θα το βάλεις στα πόδια. Ίσως, όμως, καμιά φορά να έχει αποφασίσει κάποιος άλλος για σένα. Και τότε; Και τότε πρέπει να παίξεις με τα χαρτιά που σου μοιράζονται!
28 Οκτωβρίου 1940 «Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών, Έκτακτον ανακοινωθέν: Η Ελλάς από της 6ης πρωινής της σήμερον ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν προς την Ιταλίαν. Μεταδίδωμεν το πρώτον ανακοινωθέν του ελληνικού γενικού στρατηγείου. Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5ης και 30 τριάντα πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθωρίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται επί του πατρίου εδάφους».
Δυο ώρες αργότερα ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Με την έκδοση του τελεσιγράφου του Ιωάννη Μεταξά, η Ιταλία κηρύσσει πόλεμο και ταυτόχρονα εισβάλλει από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Έφυγε! Δε θα τον ξαναδώ. Έφυγε για πάντα. Πάνε μέρες από την τελευταία φορά που τον είδα, τη μέρα εκείνη που επιβιβάστηκε στο τρένο, για να υπηρετήσει την πατρίδα. Φοβάμαι! Η σκέψη του με σκοτώνει. Λένε ότι ο γάμος σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Μα ο δικός μου, βάφτηκε με αίμα πριν καν προλάβει να ξεκινήσει.
17 Ιανουαρίου 1941
Ο πόλεμος, ήταν πλέον γεγονός. Κάθε μέρα η σκέψη του γινόταν ολοένα και πιο δυνατή στο μυαλό μου, στην ψυχή μου. Η μοναδική παρηγοριά, περιοριζόταν στους τοιχοκολλημένους καταλόγους θυμάτων, που αναρτούσαν ανά διαστήματα. Θεέ μου, κάνε να ’ναι ζωντανός προσευχόμουν βουβά. Κάθε φορά πίστευα ότι ήταν η τελευταία. Κάθε φορά, νόμιζα πως ήταν νεκρός και ότι πολύ σύντομα θα έβλεπα τ’ όνομά του στη λίστα με τις τόσες χιλιάδες νεκρούς.
Γράμματα απ’ τον ίδιο. Πείνα, εξαθλίωση και πάντα κάτω κάτω «η σκέψη σου με κρατάει ζωντανό. Σ’ αγαπώ! Δικός σου!» Ναι, ναι αυτά μου έγραφε. Εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να ξαναγεννιόμουν για δεύτερη φορά. Το φυλούσα στον κόρφο μου σαν φυλαχτό, το διάβαζα ξανά και ξανά και έπειτα ευχαριστούσα τον Κύριο και συνέχιζα τις προσευχές.
6 Απριλίου 1941 «Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι. Έλληνες, οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Αδέλφια, κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια. Έλληνες, ψηλά τις καρδιές! Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών, ύστερα από λίγο, δε θα ’ναι πιο ελληνικός, θα ’ναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα. Έλληνες, μην τον ακούτε! Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχιστεί μέχρι τελικής νίκης».
Δε θα το ’βαζα κάτω. Όχι, όχι, όχι. Ο πόλεμος θα τελειώσει. Θα βγούμε νικητές το ξέρω, το νιώθω. Θα γυρίσω, της το υποσχέθηκα. «Δικός σου για πάντα», αυτό της έγραφα. Πώς ήταν δυνατόν να την προδώσω; Όχι, δε θα το επιτρέψω να συμβεί. Όχι!
Χρόνια ολόκληρα, ατέλειωτα. Φαγητό; Έχω ξεχάσει το νόημα αυτής της λέξης. Χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά εγκαταλείπουν τα πάτρια εδάφη, ξεκινώντας ίσως ένα καινούργιο ταξίδι. Η ναζιστική Γερμανία κατείχε τα πρωτεία της φρίκης. Έχω αναρωτηθεί αμέτρητες φορές για το πώς ένας ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει μια τέτοια φρικιαστική και αποτρόπαιη πράξη κατά της ανθρωπότητας, αλλά κανένας και τίποτα δε με οδηγούσε στη λύση. Μαζικές εκτελέσεις αμάχων, βασανιστήρια, φρικιαστικά πειράματα των Ναζί «γιατρών του θανάτου», σύμβολα πλέον του απόλυτου εγκλήματος. Κι όμως, αυτή ήταν η καθημερινότητά μας.
19 Αυγούστου 1942 Τα βράδια, γίνονταν ολοένα και πιο βασανιστικά. Κρυμμένοι, άλλοτε στα προμαχώματα και άλλοτε στα πυροβολεία περιμέναμε να ξημερώσει, πάντα βέβαια σε ετοιμότητα, για τυχόν δυσάρεστες νυχτερινές εκπλήξεις. Χιλιάδες εικόνες, περιστρέφονταν στο μυαλό μου. Εικόνες δυστυχίας, εικόνες φρίκης, ανάμεικτες με το μελαγχολικό της πρόσωπο, τη μορφή της.
3 Φεβρουαρίου 1943 Τα γράμματά του, γίνονταν ολοένα και πιο σπάνια. Ίσως, να μην είναι πια σε θέση να μου γράφει. Τι κι αν οι γιατροί μού τόνιζαν επανειλημμένα ότι κάθε είδους στενοχώρια, μπορούσε να αποβεί καθοριστική για την εξέλιξη της υγείας μου, για μένα δεν είχε τίποτα περισσότερο σημασία. Η σκέψη του θα με συντρόφευε μέχρι το τέλος. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου άλλωστε.
20 Ιουνίου 1944 Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί πρέπει να συμβαίνουν μερικά πράγματα. Μακάρι να μην είχε έρθει ποτέ ετούτη η στιγμή. Ένα βράδυ, δεν ξέρω πως, βρέθηκα υπό πλήρη παρότρυνση σύσσωμου του αντρικού γένους σ’ ένα απ’ τα υγρά και σκοτεινά καταγώγια. Ελληνίδες γυναίκες - θεατρίνες, προσπαθούσαν με κάθε μέσο να εμψυχώσουν τους στρατιώτες. Και όταν λέμε με κάθε μέσο, εννοούμε με κάθε μέσο. Βέβαια, τέτοιου είδους συγκεντρώσεις, τελούσαν κάτω από μεγάλη μυστικότητα, διότι δεν ήταν λίγες οι φορές που εισέβαλαν Γερμανοί ανακαλύπτοντας τέτοιου είδους συναθροίσεις. Η μετέπειτα πορεία, ήταν προδιαγεγραμμένη.
Εγώ ήπια, ήπια αρκετά. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο μέσα χώρο, ένα μικρό δωματιάκι που το μόνο που είχε, ήταν ένα ξύλινο γυναικείο παραβάν με κάθε λογής ρούχα κρεμασμένα επάνω ή μάλλον για να ακριβολογούμε, εσώρουχα κατά κύριο λόγο. Αμέσως, το βλέμμα μου στράφηκε στο δεύτερο και τελευταίο έπιπλο του παράξενου αυτού δωματίου. Περιοριζόταν σε μια κλασική σκαλιστή τουαλέτα, απ’ αυτές που οι γυναίκες άλλοτε χρησιμοποιούσαν για να καλλωπίζονται με τις ώρες. Μια τσάντα από δέρμα έστεκε πάνω της, μάλλον δώρο από κάποιο τακτικό θαμώνα, σκέφτηκα. Μα δεν ήταν μόνη. Δεκάδες γυναικεία αντικείμενα χαμένα εδώ κι εκεί. Ένα χτενάκι για τα μαλλιά, ένα κοκαλάκι, τεράστια άσπρα γυαλιά, καθώς και ένα μικρό τσαντάκι με καλλυντικά, έκαναν όλο και πιο εμφανές τον θηλυκού γένους κάτοχο του δωματίου. Στον καθρέφτη, ακουμπισμένος ένας φάκελος. Τον πήρα αμέσως στα χέρια. Ήταν ένα γράμμα. Μάλλον από κάποιο στρατιώτη. Ίσως το στρατιώτη της καρδιάς της, συλλογίστηκα, και στο δευτερόλεπτο τον επανατοποθέτησα στην αρχική του θέση. Μα αυτό που μου προξένησε τη μεγαλύτερη των εντυπώσεων, ήταν ένα πακέτο τσιγάρα, που μόλις φαινόταν κάτω από αυτή τη σωρεία πραγμάτων. Γυναίκα να καπνίζει; Δεν πρόλαβα να τελειώσω το συλλογισμό μου. Μια μελαχρινή γυναίκα με σαρκώδη κατακόκκινα χείλη, έκανε την εμφάνισή της στο εσωτερικό του χώρου, ενώ κάθε σημείο πάνω της, μαρτυρούσε το πληθωρικό του χαρακτήρα της. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνη τη νύχτα. Ή μάλλον, προσπαθώ. Ναι, ναι, τίποτα δεν έγινε. Μόνο που ήπια λιγάκι παραπάνω, αυτό είναι όλο. Σύντομα, θα είμαι πάλι με τη μία και μοναδική γυναίκα της ζωής μου.
7 Σεπτεμβρίου 1945 Ο πόλεμος είχε σημάνει λήξη. Το ταξίδι της επιστροφής με το τρένο, μου φάνηκε όσα και τα χρόνια που πολεμούσα. Όλη η δύναμη της σκέψης μου ήταν πλέον μόνο σ’ εκείνη. Επιτέλους, θα τη δω, θα τη σφίξω στην αγκαλιά μου και δε θα την ξαναφήσω ποτέ, το υπόσχομαι. Μόνο εκείνη αγαπώ, έλεγα και ξανάλεγα, κι ένας βαθύς αναστεναγμός συνόδευε πού και πού τις σκέψεις αυτές και κάθε βάρος έβγαινε από μέσα μου.
Το τρένο έφτασε. Αμέτρητος κόσμος γυναίκες όλων των ηλικιών, παιδιά περίμεναν καρτερικά να σφίξουν ξανά στις αγκαλιές τους τους πατεράδες, τους συζύγους, τα παιδιά τους. Ανθρώπινα χαμόγελα φώτιζαν τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα όλων.
Μια γυναίκα μεγάλης, πολύ μεγάλης ηλικίας με γράπωσε στην αγκαλιά της αιφνιδιαστικά και μόλις που μπορούσα να αναπνεύσω από τον ασφυκτικά εγκάρδιο χαιρετισμό της. Πολύ γρήγορα, κατάλαβα ότι επρόκειτο για την κυρία Τασία, μια γιαγιά σχεδόν 95 χρονών που αποτελούσε σημείο αναφοράς του χωριού. Η επίδραση της χαράς της επανασύνδεσης, συνοδεύτηκε πολύ γρήγορα από ένα συμπονετικό βλέμμα, που μαρτυρούσε ότι κάτι δυσάρεστο, κάτι πολύ δυσάρεστο, είχε προηγηθεί κατά την απουσία μου.
Το βήμα μου έγινε ολοένα και πιο γρήγορο. Άρχισα να τρέχω. Τα πάντα εξελίχθηκαν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Έφτασα σπίτι. Στο σπίτι που είχα ζήσει τα πάντα: τη γέννηση του αδελφού μου, το χαμό του πατέρα μου, την πρώτη νύχτα του γάμου μου. Όλα, όλα! Άνοιξα την πόρτα. Έτρεξα κατευθείαν σα σίφουνας στην κρεβατοκάμαρα. Θα με πέρασαν για τρελό. Άλλωστε, η μορφή μου μετά από τόσα χρόνια είχε πλέον αλλάξει. Τίποτα και κανένας όμως δεν μπορούσε να με σταματήσει. Έσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου, μα αυτό δεν ήταν άδειο. Ίσα ίσα, δηλαδή είχες την εντύπωση ότι μάλλον επρόκειτο για κάποια εορταστική συνάθροιση. Μακάρι να ήταν αυτό! Πλησίασα το κρεβάτι. Στο δωμάτιο έπεσε ξαφνικά μια παράξενη σιγή. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη. Η μορφή της πιο χλωμή από ποτέ. Το βλέμμα της είχε στραφεί πλέον σε μένα, μόνο σε μένα. Η μορφή της ήταν πιο χλωμή από ποτέ. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ένας βαθύς αναστεναγμός ήχησε απ’ τα στήθια της, μόλις όμως που ακουγόταν. Μειδίασε ελαφρώς. Μια παράξενη ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου και ύστερα έκλεισε τα μάτια της για πάντα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Νόμιζα ότι ήταν ένα άσχημο όνειρο και σύντομα θα ξυπνούσα. Μα ήταν πιο αληθινό από ποτέ. Έκλαιγα με λυγμούς. Δε θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να κλαίει έτσι. Μέσα σε μια στιγμή ο κόσμος κατέρρευσε γύρω μας. Ξαφνικά, ο πόλεμος στα βουνά, πέρασε στο μακρινό παρελθόν. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και την κράτησα εκεί μέχρι την πρώτη ανατολή του ηλίου. Όλο το βράδυ το μόνο που κατόρθωνα να πω, πού και πού μέσα στην παραζάλη μου, ήταν «Συγγνώμη». «Συγγνώμη που δεν ήμουν δίπλα σου». «Συγγνώμη που δεν πρόλαβα να γυρίσω εγκαίρως». «Συγγνώμη που σε πρόδωσα». Καμιά φορά η μοίρα παίζει πολύ περίεργα παιχνίδια. Η μοίρα ή η τύχη; Δεν έχει σημασία. Ναι, ναι τίποτα δεν έχει πια σημασία. «Μακάρι να μπορούσες να με συγχωρέσεις. Σ’ αγαπώ!»