Ο φάκελος
Φώτα κλειστά, τελείως κλειστά. Η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει μέσα, ανοίγει ένα μικρό πορτατίφ. Πετάει τα κλειδιά του. Το σώμα του γέρνει προς τον τοίχο. Τα πόδια του τρέμουν. Τελικά, τον προδίδουν. Χαμηλώνει προς το πάτωμα. Επικρατεί μια περίεργη ησυχία. Τα πάντα φαίνονται τακτοποιημένα, μα ταυτόχρονα τόσο ανεξήγητα, διαφορετικά. Γρήγορα, το βλέμμα του πέφτει πάνω σε ένα βάζο, ακουμπισμένο σ’ ένα αρκετά ιδιόρρυθμο ξύλινο τραπέζι που στόλιζε το σαλόνι. Το απόλυτο κόκκινο. Μέσα, 32 τεράστια κόκκινα, κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Ξαφνικά, οι κινήσεις του γίνονται γρήγορες. Σηκώνεται. Παίρνει στα χέρια του το δερμάτινο χαρτοφύλακά του. Τον ανοίγει. Βγάζει ένα φάκελο και αφήνει την τσάντα να πέσει στο πάτωμα. Φαίνεται να διστάζει. Πλησιάζει προς το παράθυρο. Έχει ήδη νυχτώσει. Στέκει εκεί στην ίδια θέση για ώρα. Δεν αντιδρά. Κοιτάζει τον κόσμο να περνάει. Το σπίτι βρίσκεται στην πιο πολυσύχναστη γειτονιά στην καρδιά του Παρισιού. Μα εκείνος είναι μόνος. Πιο μόνος από ποτέ. Ο φάκελος παραμένει στα χέρια του. Φαίνεται κλειστός. Για μια στιγμή το σκέφτεται. Χωρίς να το καταλάβει, παίρνει μια βαθιά ανάσα που μόλις μπορεί να ακουστεί και σκίζει το φάκελο σε πολύ μικρά κομμάτια, τα οποία αφήνει να πέσουν αργά αργά στο πάτωμα. Μοιάζει να μην μπορεί να αντιδράσει. Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος γι’ αυτόν. Απότομα, κλωτσά μια ξύλινη καρέκλα. Η καρδιά του χτυπά δυνατά, πολύ δυνατά. Το σώμα του τρέμει και ξεσπά σε κλάματα.