Υπεράνω πάσης υποψίας
Εκείνο το απόγευμα στο μετρό υπήρχε βαβούρα. Δεν ήταν σαν τις άλλες φορές που ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν αυτός ανάμεσα στις ράγες και τα βαγόνια. Εκείνου πάντα του άρεσε να παρακολουθεί το πώς αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Πίσω του ένας ψηλός, μελαχρινός άνδρας κρατώντας στο χέρι του ένα κομπολόι παρατηρούσε την πλάτη μιας νεαρής κοπέλας μπροστά του. Διπλά του ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι συζητούσαν για μια ταινία και ακριβώς απέναντι τους ήταν μια γυναίκα με το παιδί της. Η γυναίκα ήταν ψηλή, αλλά κάπως άχαρη, φορούσε μια μαύρη καμπαρτίνα, μαύρες παλιές αρβύλες και κρατούσε το γιο της από το χέρι. Ένα παιδάκι γύρω στα πέντε που όλο νάζι παραπονιόταν ότι είχε κουραστεί και πεινούσε. Η μητέρα του το καθησύχασε. - Σε λίγο φτάνουμε, είπε. Στο βάθος του βαγονιού ακούστηκε αμυδρά μια αδύναμη και παράλληλα γεμάτη παράκληση φωνή ενός άνδρα. Εκείνος σκέφτηκε πως θα ήταν άλλος ένας ζητιάνος που αναζητούσε την επιβίωσή του στην ελεημοσύνη των επιβατών. Προτίμησε να γυρίσει από την άλλη και να προσποιηθεί τον αφηρημένο. Ο ζητιάνος ήταν τώρα πιο κοντά του. Η φωνή του ακουγόταν δυνατότερα αλλά ακόμη ήταν αδύναμη και παρακλητική. Πέρασε από μπροστά του και κοντοστάθηκε στη μέση του βαγονιού ζητώντας την προσοχή των επιβατών. Ήταν ένας άνδρας μετρίου αναστήματος με μακρύ λιγδιασμένο μαλλί και κακοσχηματισμένο πρόσωπο. Ήταν αλήθεια πολύ άσχημος άνθρωπος. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο έντονες διχρωμίες. Προφανώς είχε «πέσει» πάνω του οξύ -εκτός βέβαια- αν αυτά τα σημάδια ήταν εκεί από τη γέννησή του. Τελικά σταμάτησε να κάνει τον αδιάφορο και γύρισε να δει πως θα αντιδράσουν οι άνθρωποι στο πέρασμα του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στη γυναίκα απέναντί του και αμέσως μετά στο παιδί της. Μάλιστα πρόσεξε ότι το βλέμμα του παιδιού ήταν διαφορετικό , δεν είχε οίκτο όπως όλα τα υπόλοιπα βλέμματα του βαγονιού. Ο άνθρωπος συνέχιζε να περπατάει, έφτασε πια στο επόμενο βαγόνι. Τότε το παιδί ρώτησε τη μητέρα του όλο περιέργεια: - Γιατί αυτός ο κύριος ζητάει χρήματα; - Επειδή δεν έχει αρκετά για να ζήσει, του απάντησε εκείνη. Ο μικρός σκέφτηκε για λίγο. - Και οικογένεια δεν έχει; - Όχι, δεν έχει. Πέρασε μισό δευτερόλεπτο σιγής ανάμεσα τους και τότε το παιδί επιτέλους το ξεστόμισε. - Εγώ πάντως δεν τον λυπάμαι! Η μητέρα του έμεινε άναυδη και παράλληλα ένιωσε μια απίστευτη ντροπή να κυριεύει ολόκληρο το σώμα της. Ένιωσε ότι καίγεται ολόκληρη . Ήταν βέβαιη, ότι τουλάχιστον το μισό βαγόνι είχε ακούσει το «καμάρι» της. Αλλά η ντροπή της οφειλόταν κυρίως στο ότι μέσω αυτής της δήλωσης του γιου της, αποκαλυπτόταν η ανατροφή που εκείνη του είχε δώσει. Αισθάνθηκε ξεφτιλισμένη. Ο γιος της, το πλάσμα που αγαπούσε όσο τη ζωή της, την είχε κάνει ρεζίλι. - Μα γιατί; τον ρώτησε. Τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη οφείλουμε να τους αγαπάμε. - Εγώ πάντως δεν τον λυπάμαι. Αφού δεν έκανε οικογένεια και δεν δουλεύει, δεν τον λυπάμαι. Θα μπορούσε να κάνει οικογένεια και να δουλέψει, αν ήθελε. Δεν το έκανε, γι αυτό εγώ δεν θα του έδινα καθόλου λεφτά. «Επόμενος σταθμός Μοναστηράκι» ακούστηκε μια φωνή από το μεγάφωνο του μετρό. Το τρένο σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν και εκείνος βγήκε έξω. Δεν πρόλαβε δυστυχώς να ακούσει την αντίδραση της μητέρας. Βγαίνοντας έβλεπε το ζητιάνο να συνεχίζει την προσπάθειά του μέσα στα υπόλοιπα βαγόνια. Καθώς περπατούσε σκεφτόταν, πόσο σκληρά μπορούν να γίνουν αυτά τα πλάσματα, που θεωρούνται τόσο αθώα. Βγήκε έξω. Επιτέλους καθαρός αέρας. Άρχισε να περπατάει προς το στέκι του, μια ταράτσα με την ωραιότερη θέα στην Αθήνα. Ήταν ξενυχτισμένος πάλι, δεν είχε κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ. Έβλεπε τώρα μπροστά του το κέντρο, το Θησείο και στη μέση την Ακρόπολη. Ήταν όμορφα. Όταν τελικά κατέβηκε από την ταράτσα είχε πια βραδιάσει. Ένα στενό πιο κάτω τον περίμεναν στο πεζοδρόμιο τα χθεσινοβραδινά στρωσίδια. Ξάπλωσε στο νάιλον πάπλωμά του και αποκοιμήθηκε.