Για την αγάπη σου
«Μη μεγαλώσεις, γιατί θα κλαις». «Μα, παππού, εγώ θέλω να μεγαλώσω». Και τώρα που μεγάλωσες κοπέλα μου, τι κατάλαβες; Δε βλέπεις πόσο άσχημος είναι ο κόσμος των μεγάλων; Πού να ’ξερες, αγάπη μου! Κανείς δε σου είπε την αλήθεια, όλοι σε φύλαγαν καλά μέσα στην αγκαλιά τους και δε σε άφηναν να δεις τον κόσμο. Και καλά έκαναν, γιατί, αν θες την άποψη ενός γέρου, κι εγώ το ίδιο λάθος θα έκανα. Θυμάσαι που σε νανούριζα σαν ήσουν μικρή; Θυμάσαι που παίζαμε κάθε πρωί, προτού φτάσει το λεωφορείο; Θυμάσαι, αγάπη μου, πόσο πολύ σε αγαπούσα; Πες μου ότι με θυμάσαι, ότι δεν ξέχασες τον παππού σου! Εγώ θα είμαι εδώ, θα σε προσέχω, δε σ’ αφήνω μόνη σου σ’ αυτόν τον τρελό κόσμο. Το βλέπω εγώ, θα σε πληγώσουν, μα μην ανησυχείς, θα τους γεμίσω τύψεις. Θα κάνω ό,τι μπορώ για σένα. Μονάχα θέλω να με θυμάσαι. Έτσι, για να ζω κι εγώ μέσα από σένα. Ξέρεις, μου άρεσε η ζωή μου, πολύ μου άρεσε. Βέβαια, αυτή, όπως κι όλες οι γυναίκες, δεν ήταν τίμια από την αρχή. Πατέρα δεν είχα, μικρή μου, και η μητέρα μου δε με ήθελε. Βλέπεις, τρία παιδιά στην Κατοχή ήταν μεγάλος μπελάς. Ας είναι καλά η ψυχή της γειτόνισσας που με λυπήθηκε και μου πρόσφερε λίγο από το δικό της φαΐ! Θα ’χα πεθάνει πολύ νωρίτερα, μάτια μου, αν δεν ήταν κι εκείνη! Η ζωή είναι δύσκολη, δε θα το αρνηθώ, αλλά σου δίνει την ευκαιρία, την κάθε ευκαιρία, να μάθεις πράγματα που δε σου τα διδάσκουν στα θρανία. Ανάθεμα κι αν κάνουν μάθημα σ’ αυτά τα χρόνια! Παλιά πηγαίναμε σχολείο για να γίνουμε άνθρωποι, τώρα τα παιδιά πηγαίνουν για να βγουν με δέκα πτυχία κι έναν καλό βαθμό. Πες μου, όμως, μικρή μου, όταν έρθει η στιγμή κι αναρωτηθείς ποια πραγματικά είσαι, τι θα πεις; Σε ξέρω, σαν κι εμένα είσαι, σε νοιάζει η ψυχή, αυτό το εύθραυστο κομμάτι του εαυτού σου που πλέον καλείσαι να ανακαλύψεις μόνη σου. Αχ, και να ζούσα, όταν έκλεισες τα δεκαπέντε! Θα σου έλεγα αυτό που τόσο καλά σου κρατούσα κρυφό από τη γέννησή σου. Θυμάσαι τότε που σου έλεγα «Αυτό θα σου το πω στα δεκαπέντε σου;» Υποθέτω ότι τώρα πρέπει να το ανακαλύψεις μόνη σου. Μα μη φοβάσαι, εγώ θα είμαι δίπλα σου να με βλέπεις, να ξέρεις ότι είμαι εδώ. Έχεις ακόμα εκείνη τη ζωγραφιά που σου είχα φτιάξει; Κράτησες την παλιά μου κιθάρα; Σε παρακαλώ, άλλαξε τις χορδές της και μάθε να παίζεις! Θα τραγουδάω δίπλα σου. Κι εκείνα τα δαχτυλίδια που έσωσα από τη φωτιά τότε, στα ‘δωσε η γιαγιά σου; Τα είχα για σένα για να με θυμάσαι. Μη της φωνάζεις, παιδί μου, γριά γυναίκα είναι η γιαγιά σου, δε θα σε καταλάβει. Μα σ’ αγαπάει όσο τίποτε άλλο, πιο πολύ κι απ’ το παιδί της. Αν με ακούς που σου μιλάω, πες της ότι την περιμένω. Εδώ δε μαγειρεύουν ωραία! Και στον πατέρα σου, τον γιο μου, μην κρατάς κακία. Ο κάθε άνθρωπος αγαπά με τον τρόπο του. Άσ’ τον, για χάρη μου, να σε πλησιάσει, μην είσαι απότομη! Από μικρή ήσουν, λες και βλέπω τον εαυτό μου. Μην κάνεις τα λάθη μου! Τώρα για τη μητέρα σου, τι να πω; Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τις γυναίκες. Να ξέρεις, όμως, ότι είδα τη Βέτα και το Λάζαρο τις προάλλες. Είναι επιτέλους ευτυχισμένοι. Να το πεις στη μάνα σου, να χαρεί, βλέπω δεν κοιμάται τα βράδια. Μα ό,τι κι αν κάνεις, μικρή μου, μην ξεχάσεις τον παππού σου, μη μ’ αφήσεις! Η αιωνιότητα είναι πολύ δύσκολη για να την περάσω, μάτια μου, μόνος. Να μ’ αγαπάς!