top of page

Η σιωπή που μιλάει


Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Σε λίγο θα μπει ο νέος χρόνος, το ’14. Σ’ ένα ημιυπόγειο κάθετα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας βρίσκεται ο Φώτης. Ο Φώτης εδώ και δύο χρόνια έχει σχέση με την Έλσα, ο νέος χρόνος όμως θα τους βρει χωριστά. Η Έλσα έχει αρχές. Τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται κάθε φορά που ο Φώτης φέρεται αντίθετα με τα δικά της δεδομένα, δηλαδή «ανάγωγα», όπως συνηθίζει να λέει εκείνη. Μια κοπέλα με αρχές λοιπόν, σαν την Έλσα, γιορτάζει με τους δικούς της και ύστερα βρίσκει χρόνο για οτιδήποτε άλλο. Ενώ τρίμαρε το μουστάκι του, στοιχείο μιας δήθεν εναλλακτικής φιλοσοφίας που τον χαρακτήριζε και συνάμα εκ διαμέτρου αντίθετο με την αισθητική της Έλσας, άκουγε από την ανοιχτή τηλεόραση την αναμετάδοση της αντίστροφης μέτρησης για τον ερχομό του νέου χρόνου από τον Καμίνη. Κοίταξε το κινητό του. Ήταν ήδη 12.06, αλλά ο δήμαρχος Αθηνών συνήθιζε τις καθυστερήσεις. 12.06 σιγοψιθύρισε και, αφού ετοιμάστηκε όπως όπως, τράβηξε την πόρτα πίσω του και άρχισε να κατηφορίζει προς τη Μαβίλη. Κοπέλα με τρόπους η Έλσα κι έτσι δεν άργησε να φανεί. Είχε τελειώσει με το οικογενειακό σκηνικό και τώρα περίμενε τις προτάσεις του Φώτη για τη συνέχεια της βραδιάς. Ο Φώτης το κατάλαβε. ‘Ηξερε άλλωστε ποια είχε δίπλα του. Η Έλσα ήταν τυπικά όμορφη και ευγενική με όσους συμπαθούσε και με την τρέλα του Φώτη ήταν τουλάχιστον ανεκτική. Ωστόσο, δεν έπαυε και εκείνη να έχει απαιτήσεις, τις απαιτήσεις που κάθε καλο-κακομαθημένο κορίτσι έχει για τον δικό του ροζ κόσμο. Η καθημερινότητά της με τον Φώτη όμως απείχε κατά πολύ από αυτό που εκείνη ονειρευόταν. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του τζιν. Ένα χαρτονόμισμα των 10 και κάτι ψιλά βρίσκονταν στα χέρια του. Της χαμογέλασε. Εκείνη απογοητεύτηκε. Όχι, δεν περίμενε ακριβά εστιατόρια με θέα την Ακρόπολη-γνώριζε με ποιον είχε σχέση – ωστόσο περίμενε πως τουλάχιστον για εκείνη την μέρα ο Φώτης θα ‘χε κάνει το κουμάντο του. Την πήρε από το χέρι και τη ρώτησε αν πρότιμα βρώμικο ή σουβλάκι. Είχε φάει, αλλά ακόμα κι αν δεν έτρωγε στο δείπνο, δε θα έμπαινε στον πειρασμό να δοκιμάσει σαβούρες. Ο Φώτης όμως πεινούσε, πεινούσε πολύ και επέλεξε την καντίνα με τα βρώμικα, που στεκόταν χρόνια τώρα λίγο παρακάτω. Όσο και αν τη δελέασε, εκείνη απέφυγε να δοκιμάσει, έστω και λίγο. Πάντα ήταν περίεργη με το θέμα του φαγητού, αλλά τον τελευταίο καιρό όλα της έφταιγαν. Μα εκτός απ’ αυτό, όσο ερωτευμένη κι αν ήταν μαζί του, πολλές φορές κάποια πράγματα που εκείνος έκανε την ξενέρωναν και άλλες την έβγαζαν εκτός εαυτού. Εστίασε στο πρόσωπό του. Έτρωγε λαίμαργα. Ο ήχος που έκανε το στόμα του και η ταχύτητα με την οποία μασουλούσε προκαλούσαν έναν εκκωφαντικό, διαπεραστικό ήχο. «Ορίστε!» αφήνοντας πίσω τις σκέψεις της, τον είδε να της προσφέρει μια σοκολάτα. «Θα στην έδινα μετά το φαγητό, αλλά αφού δεν πεινάς, ορίστε!» «ΕΕΕΕ;» «Τι εεε, Ελσάκι; Σοκολάτα είναι. Υγείας μάλιστα. Είδες; Θυμήθηκα πως κάνεις δίαιτα. Φέτος αντί για βασιλόπιτα, σε κόβω να την βγάζεις με Παυλίδη χαχα!» Οι αισθήσεις της Έλσας ήταν οξυμένες. Αντιλαμβάνονταν κάθε έκφραση και κίνησή του σε υπερβολικό βαθμό και αυτό της προκαλούσε αμφιθυμικά αισθήματα. Τρόμαξε. Πρώτη φορά δεν μπορούσε να διακρίνει πάνω του τίποτα το ωραίο. Ούτε καν το χαμόγελο που την έκανε να τον ερωτευτεί. Έκοψε λίγη από τη σοκολάτα, αλλά αντί να γλυκαθεί, ένιωσε μια πικρή γεύση στο στόμα της. Την κοίταξε καλά, κάτι έψαχνε. Την έκοψε σε μικρά μικρά κομμάτια, αλλά το φλουρί της δεν ήταν πουθενά... Δεν αισθανόταν καλά. Φίλησε τον Φώτη στο μέτωπο για να τον αποχαιρετήσει, προφασιζόμενη μια ξαφνική αδιαθεσία. Σταμάτησε το πρώτο ταξί και έφυγε. Εκείνος έμεινε να κοιτάζει το ταξί που σιγά σιγά χανόταν από το οπτικό του πεδίο. Σκέφτηκε για λίγο αν έκανε κάτι λάθος, αλλά απέρριψε αμέσως αυτό το ενδεχόμενο. Εάν είχε συμβεί κάτι τέτοιο η Έλσα θα πατούσε τις φωνές ή στην καλύτερη των περιπτώσεων θα άρχιζε απευθείας τα παράπονα. Ανακουφισμένος πήρε μια μπίρα και τράβηξε για το σπίτι. Η οδός Σούτσου συνήθως είναι αθόρυβη, όμως τώρα είχε ζευγάρια, νέους κυρίως που μόλις ξεκινούσαν το βράδυ τους. Ο Φώτης κοίταξε το ρολόι του. 1.17. Χαμογέλασε. Ήταν νέος ακόμη στα 26, αλλά είχε φάει τα ξενύχτια με το κουτάλι δουλεύοντας όταν ήταν φοιτητής σε βραδινά μαγαζιά και τα είχε ψιλοβαρεθεί. Αφού αντάλλαξε ευχές με τα άγνωστα παιδιά, ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του.

Το 2014 είχε μπει, κυλούσε αλλά δε διέφερε σε τίποτα προς το παρόν από τον προηγούμενο χρόνο. Το ξυπνητήρι χτύπησε στην ώρα του 7.15. Ο Φώτης χασμουρήθηκε, έτριψε το πρόσωπό του και τελικά σηκώθηκε από το κρεβάτι. Τα πόδια του ακούμπησαν στο πάτωμα και πάτησε πάνω σε δυο τρεις εφημερίδες που ήταν παρατημένες. Τις μάζεψε είχε σκοπό να τις ξεφυλλίσει μαζί με τον πρωινό του καφέ. Ήταν Δευτέρα και κάθε Δευτέρα ήλπιζε σε κάτι νέο, χαρούμενο και διαφορετικό. Όμως οι Δευτέρες του μέχρι τώρα ήταν απλές μέρες χωρίς τίποτα το καινούριο, το εντυπωσιακό. Άνοιξε άκεφος την πρώτη εφημερίδα και με το στυλό στο χέρι άρχισε πάλι τα ίδια. Κυκλώνει, τηλεφωνεί, διαγράφει. Έχει αποφοιτήσει εδώ και δύο χρόνια, μα από δουλειά τίποτα. Και είναι το σπίτι του κάπως μικρό και η σπιτονοικοκυρά του κάπως στρυφνή και δε λέει να κατεβάσει το νοίκι. Ίσως έπρεπε να ξεκινήσει κάποιο μεταπτυχιακό, αλλά χρειαζόταν τα λεφτά για να ζήσει, δεν ήταν σαν την Έλσα. Μα καλά που είχε χαθεί αυτή; Της έκανε μια κλήση, αλλά το κινητό της ήταν κλειστό. Έφτασε 12.20. Αρπάξε το σακάκι του και έφυγε. Είχε στήσει τα παιδιά και είχαν πρόβα. Οι άλλοι είχαν ξανακάνει δημόσια εμφάνιση, αλλά για ’κείνον ήταν η πρώτη του φορά. Αυτός κιθάρα, ο Γιώργος πλήκτρα, ο Στέλιος φωνητικά και ο Δημήτρης ντραμς. Από το πρώτο έτος μαζεύονταν στο υπόγειο του πατρικού του Δημήτρη και έπαιζαν. Είχαν κολλήσει από την αρχή σαν παρέα -όλοι με τα μυαλά στα κάγκελα- και δεν άργησαν να ανακαλύψουν την κοινή τους αγάπη. Αρχικά έπαιζαν ξένα κομμάτια και μετά δικά τους, όπως γίνεται με τις μπάντες κάθε φορά. Ο πρώτος ξάδελφος του Δημήτρη είχε μόλις ανοίξει ένα μπαράκι στο κέντρο και προσπαθούσε να μαζέψει κυρίως νεαρή πελατεία. Στοχεύοντας λοιπόν σε λάιβ μουσικές βραδιές, τους πρότεινε να δουλεύουν τα Σαββατοκύριακα μαζί του. Τα λεφτά δεν ήταν πολλά, σίγουρα, μα εκείνοι άλλο που δεν ήθελαν. Δεν ήταν κακοί. Σίγουρα όχι. Ήταν μονάχα λίγο αγχωμένοι και προσπαθούσαν να χαλαρώσουν. Τελικά όλα κύλησαν κανονικά το Σάββατο το βράδυ. Βγήκαν στη σκηνή, τα φώτα έπεσαν πάνω τους και αυτοί άρχισαν να παίζουν. Όπως ακριβώς όταν μαζεύονταν να παίξουν σε κάνα πάρτι, απλά με περισσότερο κόσμο. Ο Φώτης χαλάρωσε σχετικά γρήγορα. Ένιωθε άνετα καθώς έπαιζε και συνεχώς χαμογελούσε. Κάποια στιγμή το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια κοριτσοπαρέα. Αυτές γελούσαν, φαίνονταν να διασκεδάζουν και αυτό του άρεσε, όπως ακριβώς του άρεσε και μια από αυτές. Ξύπνησε πολύ αργά την επόμενη μέρα και το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τα χθεσινοβραδινά ποτά. Δεν περίμενε τέτοια ανταπόκριση ούτε εκείνος ούτε και ο ξάδελφος του Δημήτηρη που είχε το μαγαζί και που μετά τις χθεσινές εισπράξεις οριστικοποίησε τις εμφανίσεις τους για τρεις μέρες την εβδομάδα. Του Φώτη του άρεσε να παίζει μουσική, αλλά η αλήθεια είναι πως έψαχνε για κάτι πιο μόνιμο, για να ευχαριστήσει και την Έλσα. Και η Έλσα είχε σπουδάσει και κάτω από την πίεση των γονιών της λόγω της επαγγελματικής αστάθειας που θα βίωνε στην Ελλάδα, πριν λίγους μήνες είχε καταθέσει τα χαρτιά της σε ένα Γερμανικό πανεπιστήμιο για μεταπτυχιακό.

Κοίταξε το κινητό του. Είχε μια κλήση από την Έλσα και την πήρε πίσω απευθείας. Μίλησαν για λίγο και τον ενημέρωσε πως η αδιαθεσία της προηγούμενης εβδομάδας συνέχισε να τη βασανίζει και γι’αυτό δεν είχε πάει από εκεί. Τον ρώτησε για το λάιβ και της απάντησε ξερά πως πήγε καλά. Κατά βάθος τον είχε ενοχλήσει που, ενώ τον έπρηζε συνεχώς να βρει μια δουλειά, εκείνη δε βρισκόταν κοντά του σε αυτή τη σημαντική για εκείνον στιγμή. Ωστόσο, εκείνη του ζήτησε συγγνώμη, ακολουθώντας πιστά την καλή της διαγωγή και του ‘πε πως μόλις αισθανθεί καλύτερα θα τον δει από κοντά, άλλωστε είχε να του ανακοινώσει κάτι σημαντικό. Έκλεισε. Ο Φώτης δεν μπήκε στη λογική να εξηγήσει τη συμπεριφορά της. Από την πρώτη του σχέση στα 16 του, μέχρι τώρα σχεδόν δέκα χρόνια μετά, επιβεβαίωνε αυτό που κάθε αρσενικό ισχυρίζεται όταν συναναστρέφεται με γυναίκες: « Πφφφ... Δεν ξέρουν οι ίδιες τι θέλουν! Πώς είναι δυνατόν να καταλάβουμε εμείς; ... Τόσο μυστήρια πλάσματα..» Η Έλσα δεν άργησε να φανεί. Μετά από δύο μέρες, το κουδούνι του διαμερίσματος του χτύπησε και εκείνος άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Της έσκασε ένα φιλί στα χείλη και πριν προλάβει να υποχωρήσει για να περάσει, εκείνη είχε ήδη μπει μέσα. Ήταν σοβαρή, αλλά αυτό δεν τον προβλημάτισε. Το συνήθιζε άλλωστε. Αφού τον ρώτησε τυπικά και αδιάφορα τι έκανε με το συγκρότημα, του ζήτησε να καθίσει καθώς ήθελε να μιλήσουν. Μπορεί για κάποιους να είναι κλισέ, μα συνήθως δεν ακούγεται ποτέ αυτή η φράση, παρά μόνο αν τα πράγματα είναι σοβαρά. Έβγαλε από την τσάντα της έναν φάκελο και του τον έδωσε. Ήταν λευκός και πάνω του διακρινόταν, εκτός από το ονοματεπώνυμό της με λατινικούς χαρακτήρες, το αποτύπωμα της σφραγίδας «Deutsche post». Τον άνοιξε, μα τα γερμανικά του ήταν πενιχρά και της ζήτησε να του εξηγήσει. Η Έλσα του ανακοίνωσε πως την είχαν δεχτεί στο πανεπιστήμιο και πως δε σκόπευε να αρνηθεί μια τέτοια ευκαιρία. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα της ήταν πιο εύκολη αυτή η ανακοίνωση, όπως παραδέχτηκε, αλλά έμεναν και άλλα που ήθελε να του πει. Έτσι συνέχισε. Η επίμονη αδιαθεσία που είχε εκδηλώσει την ανάγκασε σε μια σειρά από εξετάσεις. Ο Φώτης χλώμιασε, μα εκείνη του χαμογέλασε αμυδρά και του πε πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Απλά ήταν έγκυος. Απλά; Οι δύο αυτές λέξεις για το επόμενο μισάωρο πηγαινοέρχονταν στο μυαλό του Φώτη, ο οποίος της ζήτησε λίγο χρόνο για να κατανοήσει όσα είχε ακούσει. Μετά από μισή ώρα κατάφερε να τη ρωτήσει τι έχει σκεφτεί η ίδια. Η Έλσα τον καθησύχασε πως μόνο οι δυο τους γνώριζαν για την εγκυμοσύνη και πως το θέμα θα έληγε την αμέσως επόμενη μέρα. Δεν ήταν σκληρή, ίσα ίσα ήταν μια απόφαση που πήρε μόνη της ύστερα από πολλές ώρες σκέψης. Δεν ήταν τόσο δυνατή ή ίσως ώριμη να μεγαλώσει ένα παιδί, όταν δε γνώριζε καλά καλά τον εαυτό της και πώς θα εξασφάλιζε τη διαβίωσή τους. Άλλαξε κουβέντα γρήγορα και ανακοίνωσε στον Φώτη πως θέλει να την ακολουθήσει. Τα είχε σκεφτεί. Εκείνος δεν είχε δουλειά εδώ, ενώ εκεί θα συνέχιζε τις σπουδές του και θα δούλευε παράλληλα. Στο κάτω-κάτω θα ήταν μαζί. Ο Φώτης, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, αναρωτιώταν αν είχε ακούσει καλά ή μάλλον αν γνώριζε ποια είχε δίπλα του τόσο καιρό. Εδώ και δύο χρόνια εκείνος ήταν ο ανεύθυνος μα σε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα, η Έλσα του απέδειξε πως μπορούσε τόσο εύκολα να διακόψει μια εγκυμοσύνη, σχεδόν χωρίς ενδοιασμούς, θεωρώντας ότι έτσι θα διευκόλυνε τη ζωή της. Εκείνος δεν είχε λόγο σε τίποτα απ’ όλα αυτά. Λες και το παιδί δεν ήταν αποτέλεσμα του έρωτά τους, μα κάτι αποκλειστικά και μόνο δικό της. Όσο ανεύθυνο όμως και να τον θεωρούσε εκείνη, δεν ήταν σε θέση να πάρει καμία τέτοια απόφαση. Ήταν ανίκανος να αφαιρέσει τη ζωή ενός παιδιού, που στην τελική θα μπορούσαν να φέρουν στον κόσμο. Τι δε θα είχαν χρήματα για μια άνετη ζωή; Τόσα παιδιά μεγαλώνουν ανά τον κόσμο με ελάχιστα, αλλά είναι γεμάτα από συναίσθημα,σε κάτι που εν τέλει έβλεπε ότι η Έλσα υστερούσε. Άραγε τον αγαπούσε καθόλου; Είχε πάρει όλες τις αποφάσεις μόνη της, θεωρώντας τον προφανώς ανίκανο να διαχειριστεί οτιδήποτε σοβαρό. Και τώρα τι; Του ζητούσε να πάει μαζί της στη Γερμανία; Γιατί; Ήταν ξεκάθαρο πως δεν τον ήθελε στη ζωή της για να συμπορευτούν, απλά για να την ακολουθήσει, και αυτό τον πίκρανε πολύ. Από την αρχή της σχέσης τους θεωρούσε πως θα μοιράζονταν πολλά είτε άσχημα είτε όμορφα, αλλά θα ήταν μαζί. Μα η Έλσα δεν ήταν έτσι πριν δυο χρόνια. Τι άλλαξε; Ζορίστηκε με τις αλλαγές; Με την κρίση; Άλλαξε προτεραιότητες; Η ζωή έρχεται πάντα για να σου επιβεβαιώσει τους κανόνες που η ίδια θέτει. Σε στιγμές κρίσης σπάνε τα προσωπεία και έρχεσαι αντιμέτωπος με την αλήθεια, είτε αυτή είναι ή δεν είναι σκληρή. Μέσα σε λίγες ώρες γκρεμίστηκαν όλα όσα ο Φώτης πίστευε και θεωρούσε δεδομένα. Το στόμα του ήταν έτοιμο να ανοίξει αλλά όχι για καλό.. Δε μίλησε. Δε χρειάστηκε. Το πρόσωπό του και η στάση του σώματός του τον πρόδωσαν. Είχε πάρει την απόφασή του. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν και μίλησαν από μόνα τους. Δεν ήθελε να αλλάξει γειτονιά, να αλλάξει παρέα, να αλλάξει συνήθειες. Αγαπούσε κάθετι σε αυτή τη χώρα, από τον ήλιο που ακόμα και τις πιο άσχημες μέρες του έφτιαχνε τη διάθεση μέχρι τους ανθρώπους, που ήταν υπερβολικοί σε συναισθήματα και εκδηλώσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν ήταν διατεθειμένος να στερηθεί τίποτα απ’ όλα αυτά. Άλλωστε, πώς μπορούσε να αφήσει όλα όσα παρέμεναν αναλλοίωτα μετά από τόσες κρίσεις που ‘χαν περάσει, όπως τους φίλους του που ήταν εκεί για κείνον ανά πάσα στιγμή, παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες πού και πού. Ήταν και ο ουρανός που ακόμα και στο καταχείμωνο, έστω και για λίγες στιγμές τού χάριζε το γαλανό του χρώμα και τον έκανε να χαμογελά. Πώς μπορούσε να βασιστεί σε κάποιον που δε βασιζόταν στον ίδιο; Τα μάτια του ήταν κλειστά, μα μες τα δάκρυα. Το χτύπημα της πόρτας τον έκανε να τα ανοίξει απότομα. Η Έλσα είχε φύγει. Ο εγωισμός της δεν την άφησε ούτε να του μιλήσει, ούτε καν να υπακούσει στη διαγωγή που τόσα χρόνια ακολουθούσε χωρίς παρεκκλίσεις. Πάνω στο τραπεζάκι σε μια κόλλα χαρτί έγραφε: «Η σιωπή σου προς απάντησή μου». Άρχισε να νιώθει καλύτερα. Δεν τον είχε καταλάβει και ούτε υπήρχε τέτοια περίπτωση. Απλά θύμωσε που δεν ολοκληρώθηκε το σχέδιό της όπως είχε προγραμματίσει. Το μυαλό του σχημάτισε αμέσως μια φράση του αγαπημένου του συγγραφέα Tolkien: «Όποιος δεν μπορεί να καταλάβει τη σιωπή σου, δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τα λόγια σου» και εκείνος φόρεσε μετά από πολύ καιρό το χαμόγελο που εκείνη κάποτε ερωτεύτηκε.


Συγγραφείς:

Μάλλιου Δήμητρα, Μπίρη Πέννυ, Μπούρα Μαρία, Παππά Σοφία, Τσατούχας Νίκος, Τσιώλη Άννα-Μαρία

bottom of page