top of page

Εφιάλτης


2 παπούτσια. Προσπαθώ να κοιτάζω πιο ψηλά. Δεν μπορώ. Ξέρω πως η φιγούρα αυτή είμαι εγώ. Είμαι όμως άνδρας. Γιατί; Ένα ζευγάρι παλιομοδίτικα καφέ δερμάτινα παπούτσια με κορδόνια. Μην εστιάζεις εκεί, κοίτα γύρω σου, κοίτα πιο πέρα. Μάρμαρο. Και το πάτωμα ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο πολύχρωμο, έντονο με βαθιά κόκκινα, λευκά και μαύρα τετραγωνισμένα μοτίβα. Το είχαν πατήσει πολλά ζευγάρια παπούτσια. Έτσι υπέθεσα. Είχε χάσει τη λάμψη του. Προσπάθησα να κοιτάζω πάλι ψηλά. Τώρα μπορούσα… Εσωτερικό εκκλησίας, μεγαλοπρεπές, με ατμόσφαιρα καθολικής εκκλησίας. Είμαι όμως ορθόδοξη, χριστιανή ορθόδοξη. Φως αχνό. Πολύχρωμα τζάμια. Το φως δεν είναι καθαρό. Μέσα κανείς. Ο ναός είναι άδειος. Γυρνώ δεξιά, ασυναίσθητα. Ένας καθολικός ιερέας με το λευκό πλεχτό του σκουφάκι. Δεν έχει πολλά μαλλιά κι είναι μάλλον γκριζομάλλης. Δεν βλέπω το πρόσωπό του. Κρατά κεριά, πολλά κεριά αναμμένα και έρχεται προς το μέρος μου. Περνά από μέσα μου. Είμαι όμως εκεί. Αλλάζω τώρα. Είμαι μέσα σε μια αίθουσα. Όλα λευκά. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το πάτωμα από τους τοίχους. Είναι μια συνέχεια. Είναι ένα λευκό άδειο κουτί. Μια στρατιά από φιγούρες. Ντυμένες στα λευκά με μακριούς χιτώνες, με μακιγιαρισμένα λεία πρόσωπα. Είναι ανέκφραστες. Το μισό τους πρόσωπο καλύπτεται από λεκέδες. Είναι τοποθετημένες στον χώρο. Ένας από την ομάδα αυτή βρίσκεται μπροστά. Δεν βλέπω τα μάτια του, τα χείλη του κλειστά. Άνδρας ή γυναίκα; Αυτό, γένους ουδετέρου βάζει το χέρι του με αργές κινήσεις πίσω από την πλάτη του. Οι υπόλοιποι αθόρυβοι. Το λευκό πάτωμα αντικαταστάθηκε από μια σκακιέρα. Μετά από λίγο φέρνει μπροστά του σχεδόν απειλητικά μια ανθοδέσμη. Ένα μόνο μωβ λουλούδι, όλα τα υπόλοιπα μόνο πράσινα φύλα. Κι όμως δεν νιώθω καλά. Πάντα μ’ άρεσαν τα λουλούδια. Αυτά δεν μου αρέσουν. Κοιτώ κάτω για άλλη μια φορά. Την τελευταία. Αίμα. Αίμα που βάφει το λευκό μέχρι τότε δωμάτιο. Ένα ξίφος μέσα μου. Είναι όμως ζωντανό. Οι φιγούρες εκεί ακίνητες. Δε νιώθω πόνο. Το αίμα είναι δικό μου. Μα τώρα είμαι καλύτερα.

bottom of page